Χθες ήταν των Αγίων Αναργύρων, μεγάλη η χάρη τους, γιόρταζαν οι Κοσμάδες, οι Δαμιανοί και οι Αργύρηδες. Επίσης τα ίδια και στο θηλυκό αλλά μπορώ να σκεφτώ μόνο κάποια Αργυρούλα και όχι κάποια Κοσμούλα ή Δαμιανούλα διότι τότε μιλάμε για έγκλημα κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εγώ Κοσμά και Δαμιανό δεν είχα οπότε θα γιόρταζα με το μοναδικό Αργύρη που γνωρίζω το οποίο είναι φίνο αντράκι σαν και μένα πολύ ξηγημένος τύπος. Το θέμα όμως μας δεν είναι οι γιορτές αλλά ο συνειρμός που έκανα με την περιοχή των Αγίων Αναργύρων.
Από εκεί ως γνωστόν ξεκίνησε την καριέρα του το συγκρότημα «κάθε χρόνο διαλυόμαστε αλλά μαζευόμαστε που και που για τη σύνταξη», γνωστοί και ως Πυξ Λαξ. Δε θα ήθελα να επιχειρηματολογήσω ως προς την ποιότητα της μουσική τους η οποία είναι ανύπαρκτη, ούτε για το δανεισμό ξένων μελωδιών και γενικώς όλα αυτά που τους καθιστούν ως ένα από τα πιο λουφαδόρικα γκρουπάκια που πέρασαν απ’ την ελληνική επικράτεια αλλά θα ήθελα να σταθώ στο ήθος τους και γενικότερα στο ύψος των περιστάσεων.
Οι Πυξ Λαξ που λέτε, είναι γέννημα θρέμμα Αγιο-Αναργυριώτες και τα πρώτα βήματα τους τα έκαναν εκεί. Είχα λοιπόν ένα φίλο εγώ εκεί που τους ήξερε, όπως τους ήξεραν και οι μισοί κάτοικοι της περιοχής διότι έπαιζαν live σε κάποιο μικρό μπαράκι εκεί συνέχεια. Για τις παρέες των παιδιών από τους Αγίους Αναργύρους δεν ήταν σπάνιο ν’ακούσεις «Πάλι στους Πυξ Λαξ θα πάμε μωρέ;». Επίσης οι μεγάλοι αυτοί τροβαδούροι εμφανιζόταν σε διάφορα δημοτικά φεστιβάλ για να τους μάθει και ο κόσμος, ν’αγοράσουν και κανένα cdακι μην πάει και χαμένη η επένδυση.
Όλα καλά μέχρι εδώ αλλά η συνταγή άρχισε να χαλάει όταν οι μετοχές τους ανέβηκαν κι άρχισαν να καθιερώνονται στην ελληνική μουσική σκηνή που έχει ρίξει αυλαία εδώ και χρόνια. Το μπαράκι στους Αγίους κόπηκε αλλά ανα καιρούς μετακομίζαν στο μεγαλύτερο (άρα και πιο κερδοφόρο) «Δίπλα στο ποτάμι» χώρο στον οποίο ένιωθαν σαν το σπίτι τους μη διστάζοντας να βγουν μεθυσμένοι στη σκηνή ή μπαφιασμένοι (όχι από τα βάσανα της ζωής αλλά από τα μπουριά στα παρασκήνια).
Κι ενώ στο κοντινό (για την εποχή που οι μετοχές άρχισαν ν’ανεβαίνουν) παρελθόν μιλούσαν σε όποιον θαμώνα του μικρού μπαρ συναντούσαν στον δρόμο, όταν τα πράγματα άλλαξαν ήρθαν σε δύσκολη θέση. Δε μπορούσαν να φύγουν από τους Αγίους γιατί έπρεπε να χτίσουν και ένα προφίλ των απλών παιδιών που δεν την κάνουν από τον τόπο τους μόλις πιάσουν την καλή. Όλοι αυτοί όμως οι παλιοί φίλοι που πήγαιναν τακτικά στο μπαράκι για να τους υποστηρίξουν κι όχι για να ακούσουν τα ίδια τραγούδια για χιλιοστή φορά δημιουργούσαν προβλήματα. Η καθημερινή επαφή μαζί τους είναι αλλεργιογόνος όπως και να το δει κανείς και το Ανδρέας Συγγρός δεν είναι κοντά στους Αγίους αλλά απέναντι από το Caravel ξενοδοχείο το οποίο τους ταίριαζε καλύτερα από κάθε άποψη.
Εν αναμονή του καινούριου τους δίσκου που θα τιτλοφορείται «τα μεθυσμένα χρυσάνθεμα απλώνουν τραχανά μες στο φεγγάρι» πάω να προλάβω στο μετρόπολις εισιτήριο για την πραγματικά τελευταία τους συναυλία ακούγοντας λίγο Αντώνη Βαρδή για να έρθω στα ίσα μου.
Υστερόγραφον: Ακολουθεί αληθινός διάλογος πριν τη δημιουργία τραγουδιού.
-Μαλάκα Μπάμπη τελειώνουν τα λεφτά.
-Ε κάτσε μωρέ μαλάκα να γράψεις κανένα τραγούδι, τι ξύνεσαι όλη μέρα.
-Γιατί ξέρω; Δε μου'ρχεται τίποτα.
-Σκέψου λίγο μωρε μαλάκα, δεν έχεις καμία γκόμενα που να σε παράτησε και να σε πλήγωσε και να νιώθεις άσχημα;
-Ρε μαλάκα Μπάμπη, τις έχω ξεσκίσει όλες τις γκόμενες που είχα. Έχουν γίνει τραγούδια από τρεις φορές η κάθε μία. Μόνο η Αργυρούλα από τη δευτέρα δημοτικού έχει μείνει.
-Μ'αρέσει που λες δε ξέρω κιόλας. Γράψε για την Αργυρούλα ρε μαλάκα, ο πρώτος έρωτας είναι αθάνατος, αυτή σίγουρα σου έχει αφήσει βαθειά σημάδια και δεν το καταλαβαίνεις!
-Εσύ δεν έχεις καμία μοναδική αγάπη;
-Τη μπύρα αλλά μην το κάνουμε θέμα, τι να γράψω δηλαδή "αχ ξανθιά μου χάινεκεν"; Δε λέει.
-Καλά θα γράψω για την Αργυρούλα δε γαμιέται, εσύ βρες τίτλο για το άλμπουμ.
-"Τα ξινισμένα μούσμουλα χοροπηδούν στο γύρο του Θανάτου", πως σου φαίνεται;
-Άψογο, δεν καταλαβαίνω χριστό.
-Ούτε εγώ, όπως πάντα άλλωστε.
Από εκεί ως γνωστόν ξεκίνησε την καριέρα του το συγκρότημα «κάθε χρόνο διαλυόμαστε αλλά μαζευόμαστε που και που για τη σύνταξη», γνωστοί και ως Πυξ Λαξ. Δε θα ήθελα να επιχειρηματολογήσω ως προς την ποιότητα της μουσική τους η οποία είναι ανύπαρκτη, ούτε για το δανεισμό ξένων μελωδιών και γενικώς όλα αυτά που τους καθιστούν ως ένα από τα πιο λουφαδόρικα γκρουπάκια που πέρασαν απ’ την ελληνική επικράτεια αλλά θα ήθελα να σταθώ στο ήθος τους και γενικότερα στο ύψος των περιστάσεων.
Οι Πυξ Λαξ που λέτε, είναι γέννημα θρέμμα Αγιο-Αναργυριώτες και τα πρώτα βήματα τους τα έκαναν εκεί. Είχα λοιπόν ένα φίλο εγώ εκεί που τους ήξερε, όπως τους ήξεραν και οι μισοί κάτοικοι της περιοχής διότι έπαιζαν live σε κάποιο μικρό μπαράκι εκεί συνέχεια. Για τις παρέες των παιδιών από τους Αγίους Αναργύρους δεν ήταν σπάνιο ν’ακούσεις «Πάλι στους Πυξ Λαξ θα πάμε μωρέ;». Επίσης οι μεγάλοι αυτοί τροβαδούροι εμφανιζόταν σε διάφορα δημοτικά φεστιβάλ για να τους μάθει και ο κόσμος, ν’αγοράσουν και κανένα cdακι μην πάει και χαμένη η επένδυση.
Όλα καλά μέχρι εδώ αλλά η συνταγή άρχισε να χαλάει όταν οι μετοχές τους ανέβηκαν κι άρχισαν να καθιερώνονται στην ελληνική μουσική σκηνή που έχει ρίξει αυλαία εδώ και χρόνια. Το μπαράκι στους Αγίους κόπηκε αλλά ανα καιρούς μετακομίζαν στο μεγαλύτερο (άρα και πιο κερδοφόρο) «Δίπλα στο ποτάμι» χώρο στον οποίο ένιωθαν σαν το σπίτι τους μη διστάζοντας να βγουν μεθυσμένοι στη σκηνή ή μπαφιασμένοι (όχι από τα βάσανα της ζωής αλλά από τα μπουριά στα παρασκήνια).
Κι ενώ στο κοντινό (για την εποχή που οι μετοχές άρχισαν ν’ανεβαίνουν) παρελθόν μιλούσαν σε όποιον θαμώνα του μικρού μπαρ συναντούσαν στον δρόμο, όταν τα πράγματα άλλαξαν ήρθαν σε δύσκολη θέση. Δε μπορούσαν να φύγουν από τους Αγίους γιατί έπρεπε να χτίσουν και ένα προφίλ των απλών παιδιών που δεν την κάνουν από τον τόπο τους μόλις πιάσουν την καλή. Όλοι αυτοί όμως οι παλιοί φίλοι που πήγαιναν τακτικά στο μπαράκι για να τους υποστηρίξουν κι όχι για να ακούσουν τα ίδια τραγούδια για χιλιοστή φορά δημιουργούσαν προβλήματα. Η καθημερινή επαφή μαζί τους είναι αλλεργιογόνος όπως και να το δει κανείς και το Ανδρέας Συγγρός δεν είναι κοντά στους Αγίους αλλά απέναντι από το Caravel ξενοδοχείο το οποίο τους ταίριαζε καλύτερα από κάθε άποψη.
Εν αναμονή του καινούριου τους δίσκου που θα τιτλοφορείται «τα μεθυσμένα χρυσάνθεμα απλώνουν τραχανά μες στο φεγγάρι» πάω να προλάβω στο μετρόπολις εισιτήριο για την πραγματικά τελευταία τους συναυλία ακούγοντας λίγο Αντώνη Βαρδή για να έρθω στα ίσα μου.
Υστερόγραφον: Ακολουθεί αληθινός διάλογος πριν τη δημιουργία τραγουδιού.
-Μαλάκα Μπάμπη τελειώνουν τα λεφτά.
-Ε κάτσε μωρέ μαλάκα να γράψεις κανένα τραγούδι, τι ξύνεσαι όλη μέρα.
-Γιατί ξέρω; Δε μου'ρχεται τίποτα.
-Σκέψου λίγο μωρε μαλάκα, δεν έχεις καμία γκόμενα που να σε παράτησε και να σε πλήγωσε και να νιώθεις άσχημα;
-Ρε μαλάκα Μπάμπη, τις έχω ξεσκίσει όλες τις γκόμενες που είχα. Έχουν γίνει τραγούδια από τρεις φορές η κάθε μία. Μόνο η Αργυρούλα από τη δευτέρα δημοτικού έχει μείνει.
-Μ'αρέσει που λες δε ξέρω κιόλας. Γράψε για την Αργυρούλα ρε μαλάκα, ο πρώτος έρωτας είναι αθάνατος, αυτή σίγουρα σου έχει αφήσει βαθειά σημάδια και δεν το καταλαβαίνεις!
-Εσύ δεν έχεις καμία μοναδική αγάπη;
-Τη μπύρα αλλά μην το κάνουμε θέμα, τι να γράψω δηλαδή "αχ ξανθιά μου χάινεκεν"; Δε λέει.
-Καλά θα γράψω για την Αργυρούλα δε γαμιέται, εσύ βρες τίτλο για το άλμπουμ.
-"Τα ξινισμένα μούσμουλα χοροπηδούν στο γύρο του Θανάτου", πως σου φαίνεται;
-Άψογο, δεν καταλαβαίνω χριστό.
-Ούτε εγώ, όπως πάντα άλλωστε.