Καθόμουν και κοιτούσα τον ανεμιστήρα οροφής να περιστρέφεται τόσο αργά που σχεδόν σε κοίμιζε ενώ περίμενα τη σειρά μου για να περάσω την πόρτα της επιτροπής. Ο ήχος από τις πολλές σφραγίδες έσπαγε κάπως τη μονοτονία κι ο κόσμος όρθιος με πλάτη στον τοίχο σαν σ’ εκτελεστικό απόσπασμα με τις ακτινογραφίες και τις λοιπές γνωματεύσεις στο χέρι. Οι τοίχοι είχαν ένα πράσινο αρρωστιάρικο χρώμα, το ίδιο εδώ και είκοσι χρόνια κι αυτός ο προθάλαμος ήταν χειρότερος κι από μπουρδέλου. Μερικοί έπιαναν κουβέντα με τους διπλανούς τους ενώ όταν έβγαινε κάποια υπάλληλος έξω πέφτανε σαν τα κοράκια για να πάρουν μιαν απάντηση, την ίδια κάθε φορά αλλά συνέχιζαν να ρωτάνε μάλλον από τη δύναμη της συνήθειας κι αυτοί. Η τσατσά ήταν κι αυτή εκεί, την πλησίαζες και της έκανες ένα κοπλιμέντο «Έρχομαι από την κυρία τάδε, εσείς θα πρέπει να είσαστε η κυρία ταδοπούλου, δεν σας περίμενα τόσο εκθαμβωτική, σας αδικεί το περιβάλλον αυτό». Εκείνη θα χαμογελάσει ευχαριστημένη και θα σου πάρει τα χαρτιά για να σου ψιθυρίσει να τη συναντήσεις σε δέκα λεπτά στο γραφείο 13. Γρουσούζικο ή όχι καταλαβαίνεις ότι πρέπει να πας αλλιώς αντίο εξυπηρέτηση. Ο καιρός μουντός, τα παράθυρα θεοβρώμικα, οι λάμπες καμένες, πας σχεδόν στα τυφλά και κάποια στιγμή βρίσκεις και το 13. Χτυπάς, δεν ακούς καμία φωνή και μπαίνεις. Σκέφτεσαι πόσα μπορεί να κρύβει μια πόρτα καθώς κοιτάς τους δερμάτινους καναπέδες και το πολυτελές γραφείο. Πλησιάζεις τη βιβλιοθήκη και πιάνεις ένα μπουκάλι ουίσκυ με δύο ποτήρια. Ψάχνεις για το μίνι-ψυγειάκι, το βρίσκεις σχετικά εύκολα προσθέτεις πάγο και κατεβάζεις μια γενναία γουλιά. Πιάνεις το λαιμό σου ασυναίσθητα λόγω του καψίματος και τότε τη βλέπεις να έρχεται με το πολύτιμο χαρτί στο χέρι. Της προτείνεις το ποτήρι κι εκείνη χαμογελάει πιο λάγνα αυτή τη φορά κι αρχίζει να κάνει παράπονα για τον κλιματισμό. Λύνει το φουλάρι της και καθώς πάει να το αφήσει στο γραφείο το ρίχνει κάτω στην παχιά μοκέτα. Σκύβετε ταυτόχρονα να το πιάσετε και το βλέμμα του ενός μένει καρφωμένο στου άλλου. Έχεις ήδη πιάσει το φουλάρι όταν κάνει να σηκωθεί. Χάνει την ισορροπία της και σωριάζεται φαρδιά πλατιά πάνω σου και κατα συνέπεια κι οι δυο μαζί στο πάτωμα. «Τι έχουμε εδώ;» αναρωτιέται κι εσύ σκέφτεσαι ότι στην ανατομία δεν πρέπει να ήταν και πολύ καλή. Προσπαθείς ν’ανακτήσεις τον έλεγχο αλλά έχει περισσότερη δύναμη απ’όση νόμιζες παρόλο που είναι μικροκαμωμένη. Ένα τηλέφωνο αρχίζει να χτυπάει και ανακουφίζεσαι. Ο διπλανός σου σε σκουντάει και πετάγεσαι έντρομος. «Το κινητό σου χτυπάει φίλε», σου λέει και κατάλαβες ότι σε είχε πάρει ο ύπνος. Τι σου κάνει η έλλειψη καφεϊνης σκέφτεσαι και στρέφεσαι προς την πόρτα που ανοιγοκλείνει κάθε τρία-τέσσερα λεπτά. Κάποια στιγμή έρχεται και η σειρά σου, η μικροκαμωμένη σου σφραγίζει τα χαρτιά και σου λέει να περάσεις από το πρωτόκολλο για να καταθέσεις το ένα αντίγραφο που σου δίνουν. Ρωτάς που είναι το πρωτόκολλο και σου λέει μ’ένα λάγνο ύφος «Στο γραφείο 13».