Wednesday, November 23, 2005

Late November...

Το παράθυρο με προφύλασσε από το δυνατό αέρα και τη βροχή αλλά μπορούσα αν μη τι άλλο να δω το χαλασμό κυρίου που γινόταν εκεί έξω και να νιώσω έστω και προσωρινά ασφαλής και ήσυχος. Μια ησυχία που έμελλε να χάσω για πάντα από εκείνη τη μέρα κι έπειτα λες και με τσίμπησε κάποιο σπάνιο έντομο και μου μετάλλαξε το χαρακτήρα. Τσακισμένες ομπρέλες ανίκανες πια να προφυλάξουν τους κατόχους του από τις χοντρές σταγόνες που τους μαστίγωναν, αυτοκίνητα με τους υαλοκαθαριστήρες να δουλεύουν στη μεγάλη σκάλα, εργάτες που είχαν λουφάξει στο βάθος μιας υπό ανέγερση οικοδομής καίγοντας σανίδες από παλέτες για να ζεσταθούν προσωρινά. Ζήλεψα κι άναψα το τζάκι χρησιμοποιώντας για προσάναμμα παλιές εφημερίδες και περιοδικά που ανανέωνα κάθε τρεις και λίγο έτσι απλά για να βλέπω τη φλόγα να φουντώνει και να δημιουργό ένα ψευδές κοντράστ μιας κι εγώ το έβλεπα ότι έσβηνα, χανόμουν, εγκατέλειπα το πλοίο που πελαγοδρομούσε αρκετό καιρό τώρα και δεν είχα διάθεση ούτε το σωσίβιο να φορέσω. Για να παλέψω με τα κύματα ούτε λόγος, προτιμούσα να χαθώ ανάμεσα τους να πιάσω πάτο και μετά ν’αναδυθώ στην επιφάνεια ένα παραφουσκωμένο κουφάρι που θα ξεβραστεί σε κάποια ακτή μια μέρα για να το βρουν τυχαία δυο παιδάκια παίζοντας ή ένας ψαράς βρίζοντας για την κακή ψαριά της μέρας που θα τον οδηγήσει έτσι κι αλλιώς στο στέκι του, ένα βρόμικο καπηλειό μ’έντονη την οσμή της αλμύρας και της πίκρας. Το ίδιο σκυθρωπός θα κάθετε κι όταν του σερβίρει η γυναίκα του ένα πιάτο ζεστό φαΐ για να χορτάσει έστω το στομάχι του αφού η ψυχή του θα παραμένει άδεια και μοναχή. Μια ψυχή που χρόνια ατενίζει τα πέλαγα μα ένα λιμάνι της προκοπής δε βρήκε. Βολοδέρνει από εδώ κι από εκεί προσπαθώντας ν’ανακαλύψει την ουσία, να σπάσει τις αλυσίδες να ξεφύγει από τους συμβιβασμούς να καταλήξει πιο μόνη από ποτέ χορτασμένη όμως με εμπειρίες, έρωτες και δημιουργία. Μία ζωή στείρα και χέρσα, καταδικασμένη θαρρείς προτού ακόμη δει το πρώτο φως του ήλιου, προτού χορτάσει αέρα στα πνευμόνια της, αθεράπευτα ρομαντική με το χαμόγελο να μη μπορεί ποτέ να σχηματιστεί στα σκασμένα χείλη της, μία ζωή χωρίς αρχή και τέλος.