Έφτασα στο μαγαζί με αρκετή καθυστέρηση. Δε μπορούσα να προβλέψω το σκασμένο λάστιχο και την απόπειρα αντικατάστασης του μέσα στη μαύρη νύχτα και μάλιστα χωρίς συνοδηγό για μια κάποια βοήθεια. Όλα άρχισαν μετά από εκείνη την κλειστή αριστερή στροφή κι ενώ το κασετόφωνο έπαιζε στο τέρμα Μάκη, άρχισα ν’ακούω ένα ντάπα ντούπα και προς στιγμή αναρωτήθηκα μήπως ο Μάκης έβαλε μπλιμπλίκια στα τραγούδια του. Δε μπορείς να πεις ότι ο ήχος αυτός ήταν σαν της Σειρήνας το κάλεσμα όμως μια σειρήνα την άκουσα η οποία τελικά ανήκε σε ένα όχημα της πυροσβεστικής το οποίο προφανώς και θα ήθελαν να ξεκαπνίσουν οι υπάλληλοι που βαρεθήκαν να παίζουν τάβλι και τώρα το χειμώνα δεν έχουν και πολύ δουλειά να κάνουν. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραία να κάναμε μια κόντρα στην παραλιακή, αυτοί με το πυροσβεστικό, εγώ με το unimog των πέντε χιλιάδων κυβικών, κωλοφτιαγμένο όσο δεν πάει άλλο. Αυτά τα unimog ήταν φοβερά οχήματα, από το στρατό ακόμα τα θυμάμαι να σπινιάρουν αλλοπρόσαλλα και να μουγκρίζουν άγρια και δυνατά σαν ετοιμόγεννες γελάδες στο παχνί. Θηριώδης ο όγκος τους με μικρή καρότσα σκαρφαλώναμε πάνω τους και απολαμβάναμε το κάθε σαμαράκι της μονάδας διότι η ανάρτηση ήταν ωραία και είχαν και ωραία καβάλα καθώς έλεγε εκείνος ο τύπος από το Κορδελιό ή το Μουζάκι, λες κι έχει διαφορά τώρα πια. Διαφορετικά ήταν τα σταγιερ αλλά με αυτά δεν ασχολήθηκα ποτέ, παρά μόνο σε κάτι βαρετές διαδρομές όπου έπιανα το δεξί καναπεδάκι και την άραζα. Γενικώς τα καναπεδάκια είναι πολύ πετυχημένα, ορεκτικά και σκέφτομαι να τα λανσάρω και στην τσελιγκιάδα που θα λάβει χώρα το προσεχές Σαββάτο δια τον καθιερωμένο πια εορτασμό με ευλάβεια και κατάνυξη. Τώρα που το σκέφτομαι έχω και μεγάλη υποχρέωση να οργανώσω και το soundtrack της βραδιάς το οποίο θα πρέπει να καλύψει πλήρως τα γούστα ολωνονε πράγμα απίθανο επομένως θα ρίξω εκεί λίγο Μπετόβεν, Μπαχ και Σούμπερτ για να κάνουμε ένα σουαρέ πρώτης τάξεως. Α να μη ξεχάσω και τη σημερινή υποχρέωση προς του άρτι-αφιχθέντες γονείς του Θανασαξ ο οποίος και θα πρωταγωνιστήσει σε νέα επεισόδια απ’ ότι μαθαίνω πιο σύντομης διάρκειας όμως αυτή τη φορά για να μη χεστούμε κιόλας. Καλό το σόι αλλά με μέτρο γιατί προβλέπω σύντομα κανέναν εμφύλιο και είναι κρίμα νέο παιδί να βαφτώ με τα χρώματα του πολέμου. Έχω κρατήσει βέβαια λίγο φούμο από την εποχή που καθόμασταν στο στρατόπεδο μέσα επιφυλακή τρώγοντας σουβλάκια και πίτσες, πίνοντας μπύρες και βλέποντας champions league ή παίζοντας playstation 2 για να περάσει η ώρα. Λέγαμε και ανέκδοτα μερικές φορές αλλά το είχαμε εξαντλήσει σύντομα το σπορ αυτό κι έτσι απομείναμε με τις άλλες εποικοδομητικές ασχολίες που προήγαγαν τον στρατιωτικό μας βίο και που μας έκαναν ουκ ολίγες φορές ν’αναφωνήσουμε «Ζήτω η Πολεμική Αεροπορία! ΖΗ-ΤΩ!». Τώρα που θα φύγεις τι θα κάνεις που θα πας, με τα σάπια δόντια σου σε όλους θα χαμογελάς και τα μυστικά μας θα τα μαρτυράς, χωρίς το φυλαχτό σου να μην κουνηθείς, θα γελαστείς όπως θα έλεγε και ο άγνωστος καθηγητής μυστήριος ή κι ένας απλός περαστικός όπως κι όλα αυτά που περάσαν και κοιτούσες από το παράθυρο του τρένου που είχες επιβιβαστεί εδώ και χρόνια να φεύγουν μακριά σου ή να φεύγεις εσύ από αυτά κάτι σαν μια παροιμία ενός κάποιου Μωάμεθ μ’ένα φιλικά προσκείμενο σ’αυτόν βουνό. Αυτό δε προσπαθείς τάχα ν’ανέβεις νέος Σίσυφος ξανά μόνο που τώρα είναι ακατόρθωτο και χωρίς καν την πέτρα εμπρός σου. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, ένα ρέμα που σε παρέσυρε κι έλεγες στη μάνα σου ότι δεν είναι ψέμα, πως να της κρύψεις την αλήθεια; Θάρρος ή αλήθεια όπως τότε που παίζαμε στα πάρτυ του δημοτικού αν και πάντα απορούσα γιατί δεν το παίζαμε και στην τάξη μέσα παρέα με το δάσκαλο. Δεν είναι εύκολο πάντα να ενσωματώνεσαι σ’ένα κοινωνικό σύνολο, μερικές φορές όμως δεν είναι και εύκολο να το εγκαταλείπεις, να ξεκόβεις από αυτό, να το παρατάς και να φεύγεις μακριά του, να τρέχεις μακριά του γιατί δε μπορείς πια να το τραβάς στην επιφάνεια, μάταιο είναι, μάλλον αυτό θα σε τραβήξει στο βυθό μαζί του κι εδώ δε μιλάμε για καταδύσεις που είναι υπέροχες, μιλάμε για καταστάσεις πνιγηρές από ανθρώπους χωρίς κατακτήσεις στη ζωή τους, ζωή, πόσο φτωχή φαντάζει αυτή η λέξη τώρα πια, ανθρωπάκια που βαδίζουν στο δικό τους εκτελεστικό απόσπασμα κι αργούν να δώσουν την εντολή Πυρ για να κρατηθούν περισσότερο στο μεταίχμιο του φόβου και της αγωνίας. Πολυβόλα Δεσμευμένα κι ο εχθρός απέναντι και πίσω από αυτά, θύτης και θύμα, ξεφτίλας προσπαθεί τώρα να πιάσει τη θέση την καλή στην καφετέρια να βλέπει τα μωρά απέναντι και να χαμογελάει συνωμοτικά στο φίλο του που κάνει το ίδιο και ρουφάει με το καλαμάκι του το φρέντο ενώ ανάβει κι ένα τσιγάρο, σημάδι ελευθερίας κι αυτό σε μια γη της επαγγελίας που ενώ δεν έμοιαζε καθόλου της φίλης της Ευαγγελίας ήταν ένα άλλο κορίτσι πιο απλό και κατανοητό που τους ξέφυγε μέσα από τα χέρια ή το αφήσαν αυτοί να πάει κάπου αλλού, δεν είχε έρθει ακόμη η σειρά τους ποτέ δε θα έρθει, περιμένει κανείς τώρα για κάτι; Ίσως να κάνει μόνο αυτό, να περιμένει, στατικός και στάσιμος σκάβει την τάφρο γύρω του, σκάβει τον τάφο και κάνει τη μεγάλη βουτιά. Ζω, Θυμάμαι, Προσπαθώ, Κοιτάω, Γελάω, Κλαίω, Πονάω, Χαίρομαι, Λυπάμαι τώρα τελευταία, αυτό το τελευταίο ολοένα και πιο συχνά. Σε λίγο θα λέμε «δεν είστε ούτε καν για λύπηση». Άνοιξα τα παράθυρα, δεν είχα τίποτα άλλο πια να περιμένω.