Τράβηξα την κουρτίνα κι έκλεισα απότομα τα μάτια μου, έπρεπε να τα προφυλάξω από το φως του ήλιου, ένας ήλιος που είχε κρυφτεί μία εβδομάδα τώρα και τον περίμενα πως και πως, δεν το περίμενα όμως πως δε θα μπορούσα να τον υποδεχτώ όπως έπρεπε, δεν το περίμενα πως θα του έκλεινα κατάφατσα τα μάτια, και τα δυο, όχι μια παιχνιδιάρικη ματιά, όχι τίποτα τέτοιο, τ’άνοιξα ξανά άλλη μία φορά το φως πιο δυνατό από πριν, δε μπορούσα να το συνηθίσω με τίποτα. Κι έτσι με κλειστά τα μάτια έκλεισα και τα παντζούρια, αφού δε μπορούσα να τον βλέπω εγώ ας μη με βλέπει κι εκείνος για να είμαστε πάτσι κι ας ακούμε το τραγούδι του Άσιμου ένας απάτσι στις παμπς, κλειστές κι αυτές τώρα πια, άντε να’χει ξεμείνει καμία που να ψάχνει μάταια το λόγο της ύπαρξης της. Εν αρχή ην ο λόγος λοιπόν και ήμουν τότε μαθητής στο λύκειο που έκανα δώρο στο Σπύρο το δίσκο αυτό. Με το Σπύρο δεν είχαμε και πολλά πολλά, γείτονας μεν, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος δε, είχαμε βρεθεί σε κάτι κοινές διακοπές όταν εγώ πήγαινα πρώτη λυκείου όπου κάναμε βόλτες με τ’αμάξι, πίναμε μπύρες, κάναμε βουτιές και κάναμε ατέρμονες συζητήσεις καπνίζοντας κανένα τσιγάρο στα κρυφά. Φανέρωσε μου τα χαρτιά σου, δείξτα μου κι εγώ θα προσπαθήσω να καταλάβω, ειλικρινά θα προσπαθήσω, δεν έχω πια άλλο λόγο να μην το κάνω, δεν έχω πια κάτι άλλο να κάνω, δεν παίζω άλλο πια κι ας μ’αρέσει να χάνω. Φοράω τ’ακουστικά μου και δυναμώνω την ένταση, μια διασκευή από τα μωρά στη φωτιά, συγκρότημα που ποτέ δε γούσταρα, ήταν όμως ένα τραγούδι καλό, θέλω ένταση, τη θέλω τώ-τώρα αμέσως, θέλω ένταση, τη θέλω τώ-τώρα αμέσως, θέλω ένταση την παίρνω τώ-τώρα αμέσως, θέλω ένταση την παίρνω τώ-τώρα αμέσως και πως να την αντέξεις μέσα σ’αυτά τα βρωμο-υπόγεια που όλο κοιτάς και τίποτα δε βλέπεις γιατί δεν υπάρχει κάτι να δεις αλλά πρέπει να κοιτάς, στο τέλος χαζεύεις από το πολύ κοίταγμα και τότε είσαι αναγκασμένος ν’ακούς. Και ακούς, ακούς, ακούς, την ακούς κανονικά και δε σε ακούει κανείς όσο κι αν φωνάζεις απελπισμένος, όσο κι αν ουρλιάζεις σακαταμένος. Κι αντί να ξεσπάσεις σε κλάμματα ξεσπάς σε γέλια τρανταχτά κι ελπίζεις για κάτι καλύτερο, δε σταματάς να ελπίζεις, σταματάς όμως να ζεις, σταματάς να υπάρχεις και τότε σταματάνε όλα και μπορείς ν’ακούσεις ξανά κανονικά, μπορείς να δεις κανονικά αλλά δε θέλεις πια, γιατί έχεις συνηθίσει αλλιώς, άλλαξε και ο Μανωλιός και από σήμερα και μπρος θα ντυθώ γαμπρός και θα πετάω κουφέτα από την ταράτσα της πολυκατοικίας ακούγοντας sisters of mercy αλλά και mercy mercy me από τον marvin gaye ενώ δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδυ μόνος με τον dj απέναντι να προσπαθούμε να κρατήσουμε ανοιχτά τα μάτια μας και ν’ακούμε το let’s get it on, έπειτα εγώ γύρισα σπίτι κι εκείνος πήγε στο Φάληρο σε μια παλιά του αγάπη, εγώ τότε δεν είχα μια παλιά αγάπη για να πάω ξημερώματα κυριακής δεν παρέλειπα όμως ν’αγοράσω εφημερίδες και κουλούρια που θα έτρωγα καθώς θα διάβαζα όταν ξυπνούσα και αφού είχα φτιάξει τον πρώτο τον καφέ της μέρας, η κυριακή ήταν πάντα μέρα που έπρεπε να πιεις έναν καφέ παραπάνω, τώρα η καφείνη έχει επιβληθεί σε καθημερινή βάση και αυξημένη ποσότητα αλλά συνεχίζεις να διατηρείς το ύφος του κοιμισμένου γιατί έτσι βολεύει ή γιατί έτσι περνάς απαρατήρητος ή γιατί έτσι έχεις καταλήξει τελικά και δεν το έχεις καταλάβει με τα χρόνια. Κατάληψη. Μάλιστα αυτό γίνεται, αυτό συμβαίνει και βλέπω στα όνειρα μου ότι γίνομαι οδηγός μιας νεκροφόρας και τρομάζω, ναι διάολε προσπαθώ να τρομάζω, έτσι για να δω ότι αισθάνομαι κάτι ακόμα κι ας είναι αυτό το κάτι έστω και ο φόβος του θανάτου που έχω βιώσει από καιρό.