Καθόμουν τις προάλλες σε μία στάση λεωφορείου ώσπου τσουπ σκάει μύτη φάντης μπαστούνης συμμαθητής από το λύκειο από αυτούς που νομίζεις ότι οι παρτίδες μαζί τους τελείωσαν τη μέρα που πήρατε μαζί τ’απολυτήριο αλλά φυσικά έχεις λογαριάσει χωρίς τον ξενοδόχο, τον απρόβλεπτο παράγοντα τύχη που εν προκειμένω τον λες ατυχία. Βγάζω τα γυαλιά μου για να σιγουρευτώ ότι είναι όντως το πρόσωπο που θυμάμαι από τα σχολικά μου χρόνια, τους ρίχνω κι ένα σκούπισμα με την ευκαιρία, τα ξαναφοράω πακέτο με χαμόγελο φονικό συνδυασμό έκπληξης-χαράς-τι θες εσύ εδώ-όχι δε θ’αλλάξουμε τηλέφωνα-που’ναι τα ωραία χρόνια του σχολείου όλα μαζί χτυπημένα στο μπλέντερ για τρία περίπου λεπτά μαζί με δύο ασπράδια αυγών από πτηνά που έχουν νοσήσει πρόσφατα με τον ιό ΗΝ23ΑΒ42CF6GX και μία κουταλιά της σούπας ζάχαρη άχνη.
Εδώ ακολουθεί η τριλογία «Μια φορά θυμάμαι μ’αγαπούσες τώρα σιωπή» η οποία αποτελείται από τα εξής έργα:
- Πόσα χρόνια έχω να σε δω, πες μου τι κάνεις και πως είσαι
- Θυμάσαι τον τάδε, τον δείνα και τον άλλον; Εσύ αλήθεια ποιους συναντάς ακόμη;
- Πότε θα συναντηθούμε όλοι μαζί;
Αβάσταχτα φιλοσοφικά ερωτήματα για τη ζωή, τον έρωτα και τις υποκλοπές καθ’ όλη τη διάρκεια τόσο της αναμονής όσο και της διαδρομής ώσπου το πράγμα χοντραίνει και αρχίζει να μιλά για τον πατέρα του που έγινε διευθυντής στην τράπεζα και τα επιτεύγματα του και για όποιον δεν κατάλαβε όλα τα θετικά (αν μπορεί να βρει κανείς έστω και κάτι) της ελληνικής οικονομίας (εδώ γελάμε) τα χρωστάμε στον μπαμπά του Βασίλη, ναι μάλιστα μόνο αυτός μας σώζει. Η πολιορκία συνεχίζεται όταν αλλάζει παιχνίδι από τα δεξιά στ’αριστερά και πάμε στη μάνα του μία παρασκευάστρια η οποία όμως αυτοσυστηνόταν ως μικροβιολόγος και τα επιτεύγματα της οποίας εκθείαζε με πάθος ο Βασίλης και πάλι καλά που υπάρχει και η μάνα του δηλαδή γιατί οι νέοι γιατροί δε ξέρουν τη τύφλα τους και σώζει εκείνη τα πράγματα με την εμπειρία της και ουσιαστικά κάνει δουλειά γιατρού.
Ο Θεός όμως είναι μεγάλος και μου στέλνει στην επόμενη στάση νεαρά κορασίδα με το κλασικό πλέον βιβλίο των Ψηφιακών του Mano ανά χείρας οπότε κι εγώ διακόπτω το Βασίλη για να πάω να χαιρετίσω τη γνωστή μου και με το ρίσκο να φάω τσαντιά προχωρώ στο σύστημα γιουρούσι:
-Σου φτιάχνω όσους χάρτες Καρνώ θες αρκεί να υποδυθείς τη γνωστή μου για να ξεφορτωθώ εκείνον τον τύπο στο βάθος.
-Δίνω σήμερα κι ούτε ένα πασάλειμμα δεν έχω κάνει, πες μου τι να διαβάσω μπας και πάρω κανένα πενταράκι.
Ξεκινάμε λοιπόν το διάβασμα όταν βλέπω το Βασίλη να πλησιάζει, θα τον διώξω εύκολα σκέφτομαι με τη δικαιολογία ότι η κοπέλα δίνει, θέλει βοήθεια κ.λ.π. όμως η τύχη που λέγαμε έριξε το σαρκαστικό της γέλιο και ακούω το Βασίλη να λέει:
-Μαρία τι κάνεις;
-Ορίστε;
-Η Μαρία η φίλη της Κικής δεν είσαι; Εγώ είμαι ο αδερφός της.
-Ωχ ναι, σ’έχω δει μια φορά σπίτι σας, καλά είσαι;
-Ε ξέρεις τώρα μεταπτυχιακά, ετοιμάζομαι να πάω και στρατό, εσύ δίνεις;
-Ναι έχω κάτι μαθηματάκια ακόμη.
-Και το φίλο μου από εδώ που τον γνωρίζεις; Ήμασταν συμμαθητές ξέρεις.
-Α δε μου είπε τίποτα, που να ξέρει και ο άνθρωπος ότι γνωρίζω την αδερφή σου.
-Ναι αλλά εσύ που τον γνώρισες;
-Που να σου λέω τώρα μεγάλη ιστορία, η Μαρία καλά;
-Η Μαρία καλά είναι αλλά νομίζω ότι κάτι μου κρύβετε εσείς οι δύο.
-Τίποτα δε σου κρύβουμε καλέ, τι να σου κρύψουμε;
-Το πως γνωριστήκατε!
Πετάγομαι εκεί για να σώσω λίγο την κατάσταση
-Στη συναυλία των Stereo MC’s το 2003 ρε Βασίλη γνωριστήκαμε, δεν είναι κανένα κρατικό μυστικό.
-Συγκρότημα είναι αυτό;
-Ε ναι.
-Ε εγώ δεν το ξέρω.
Η κοπέλα σκύβει συνωμοτικά στ’ αυτί μου και μου ψιθυρίζει «μεταξύ μας ούτε κι εγώ, μήπως πέταξες καμία μπαρούφα;»
Ήταν μία από τις περιπτώσεις όπου χρειάζεσαι δραστικά μέτρα έτσι λοιπόν κι εγώ πατάω το κουμπί της στάσης, τους χαιρετάω βιαστικά και κατεβαίνω στην επόμενη νομίζοντας ότι γλίτωσα. Μέσα στη φούρια όμως ξέχασα ότι κρατούσα το βιβλίο της για να της δείξω κάτι πραγματάκια οπότε ω τι συμφορά θα έπρεπε να περιμένω στη στάση μπας και γυρίσει πίσω να της το δώσω. Πετάγομαι σε παρακείμενο τυροπιτάδικο να πάρω έναν καφέ και κάθομαι στη στάση για να περιμένω. Αρχίζω να ξεφυλλίζω και το βιβλίο μπας και βρω κανένα τηλέφωνο για να γίνει η συνεννόηση πιο ανθρώπινη, όνομα δεν είχε πουθενά γραμμένο ούτε από τον ΟΤΕ θα μπορούσα να τη βρω, απελπισία σκέτη θα έπρεπε να περιμένω. Ένα μισάωρο αργότερα κι αφού είχα σκυλοβαρεθεί σκέφτομαι να πάω να αγοράσω κάτι cd που ήθελα και μετά να πάω στο πανεπιστήμιο να βρω την αίθουσα που γράφουν και να την περιμένω εκεί. Ξεκινάω λοιπόν όταν δέκα μέτρα παρακάτω ακούω από το απέναντι πεζοδρόμιο «Τσέέέέέέέλιγκααααααααααα» και βλέπω τη νεαρή φοιτήτρια ευτυχώς μόνη. Της κάνω νόημα να περιμένει κι ότι θα περάσω απέναντι ενώ το ίδιο νόημα μου κάνει και αυτή. Συναντηθήκαμε τελικά στη διαχωριστική γραμμή του δρόμου, σημείο που δεν το θεώρησα ιδανικό για συζήτηση, περάσαμε ξανά απέναντι στη μεριά της κι άρχισε να μου λέει για την προσπάθεια της να μάθει τα στοιχεία μου από το Βασίλη ώστε να με βρει και να πάρει πίσω το βιβλίο της. Φυσικά του είπε όλη την αλήθεια αλλά μου ζήτησε ένα τεράστιο συγγνώμη και με προσκάλεσε για καφέ αφού το μάθημα το είχε χάσει έτσι κι αλλιώς. Της είπα ότι εκείνη την ώρα το μόνο που ήθελα ήταν να παίξω ένα στοίχημα εκείνη όμως επέμενε και κατσικώθηκε δίπλα μου. Πήγαμε στο πρακτορείο μαζί και τη ρωτάω τι προβλέπει για το Ρεάλ ? Άρσεναλ. Μου λέει ότι επειδή ο Μπέκαμ είναι Άγγλος αυτή θα το έπαιζε διπλό, σκέφτομαι ότι δεν πάει με τα καλά της και βάζω στάνταρ άσο. Φυσικά κέρδισε εκτός έδρας η Άρσεναλ...
Εδώ ακολουθεί η τριλογία «Μια φορά θυμάμαι μ’αγαπούσες τώρα σιωπή» η οποία αποτελείται από τα εξής έργα:
- Πόσα χρόνια έχω να σε δω, πες μου τι κάνεις και πως είσαι
- Θυμάσαι τον τάδε, τον δείνα και τον άλλον; Εσύ αλήθεια ποιους συναντάς ακόμη;
- Πότε θα συναντηθούμε όλοι μαζί;
Αβάσταχτα φιλοσοφικά ερωτήματα για τη ζωή, τον έρωτα και τις υποκλοπές καθ’ όλη τη διάρκεια τόσο της αναμονής όσο και της διαδρομής ώσπου το πράγμα χοντραίνει και αρχίζει να μιλά για τον πατέρα του που έγινε διευθυντής στην τράπεζα και τα επιτεύγματα του και για όποιον δεν κατάλαβε όλα τα θετικά (αν μπορεί να βρει κανείς έστω και κάτι) της ελληνικής οικονομίας (εδώ γελάμε) τα χρωστάμε στον μπαμπά του Βασίλη, ναι μάλιστα μόνο αυτός μας σώζει. Η πολιορκία συνεχίζεται όταν αλλάζει παιχνίδι από τα δεξιά στ’αριστερά και πάμε στη μάνα του μία παρασκευάστρια η οποία όμως αυτοσυστηνόταν ως μικροβιολόγος και τα επιτεύγματα της οποίας εκθείαζε με πάθος ο Βασίλης και πάλι καλά που υπάρχει και η μάνα του δηλαδή γιατί οι νέοι γιατροί δε ξέρουν τη τύφλα τους και σώζει εκείνη τα πράγματα με την εμπειρία της και ουσιαστικά κάνει δουλειά γιατρού.
Ο Θεός όμως είναι μεγάλος και μου στέλνει στην επόμενη στάση νεαρά κορασίδα με το κλασικό πλέον βιβλίο των Ψηφιακών του Mano ανά χείρας οπότε κι εγώ διακόπτω το Βασίλη για να πάω να χαιρετίσω τη γνωστή μου και με το ρίσκο να φάω τσαντιά προχωρώ στο σύστημα γιουρούσι:
-Σου φτιάχνω όσους χάρτες Καρνώ θες αρκεί να υποδυθείς τη γνωστή μου για να ξεφορτωθώ εκείνον τον τύπο στο βάθος.
-Δίνω σήμερα κι ούτε ένα πασάλειμμα δεν έχω κάνει, πες μου τι να διαβάσω μπας και πάρω κανένα πενταράκι.
Ξεκινάμε λοιπόν το διάβασμα όταν βλέπω το Βασίλη να πλησιάζει, θα τον διώξω εύκολα σκέφτομαι με τη δικαιολογία ότι η κοπέλα δίνει, θέλει βοήθεια κ.λ.π. όμως η τύχη που λέγαμε έριξε το σαρκαστικό της γέλιο και ακούω το Βασίλη να λέει:
-Μαρία τι κάνεις;
-Ορίστε;
-Η Μαρία η φίλη της Κικής δεν είσαι; Εγώ είμαι ο αδερφός της.
-Ωχ ναι, σ’έχω δει μια φορά σπίτι σας, καλά είσαι;
-Ε ξέρεις τώρα μεταπτυχιακά, ετοιμάζομαι να πάω και στρατό, εσύ δίνεις;
-Ναι έχω κάτι μαθηματάκια ακόμη.
-Και το φίλο μου από εδώ που τον γνωρίζεις; Ήμασταν συμμαθητές ξέρεις.
-Α δε μου είπε τίποτα, που να ξέρει και ο άνθρωπος ότι γνωρίζω την αδερφή σου.
-Ναι αλλά εσύ που τον γνώρισες;
-Που να σου λέω τώρα μεγάλη ιστορία, η Μαρία καλά;
-Η Μαρία καλά είναι αλλά νομίζω ότι κάτι μου κρύβετε εσείς οι δύο.
-Τίποτα δε σου κρύβουμε καλέ, τι να σου κρύψουμε;
-Το πως γνωριστήκατε!
Πετάγομαι εκεί για να σώσω λίγο την κατάσταση
-Στη συναυλία των Stereo MC’s το 2003 ρε Βασίλη γνωριστήκαμε, δεν είναι κανένα κρατικό μυστικό.
-Συγκρότημα είναι αυτό;
-Ε ναι.
-Ε εγώ δεν το ξέρω.
Η κοπέλα σκύβει συνωμοτικά στ’ αυτί μου και μου ψιθυρίζει «μεταξύ μας ούτε κι εγώ, μήπως πέταξες καμία μπαρούφα;»
Ήταν μία από τις περιπτώσεις όπου χρειάζεσαι δραστικά μέτρα έτσι λοιπόν κι εγώ πατάω το κουμπί της στάσης, τους χαιρετάω βιαστικά και κατεβαίνω στην επόμενη νομίζοντας ότι γλίτωσα. Μέσα στη φούρια όμως ξέχασα ότι κρατούσα το βιβλίο της για να της δείξω κάτι πραγματάκια οπότε ω τι συμφορά θα έπρεπε να περιμένω στη στάση μπας και γυρίσει πίσω να της το δώσω. Πετάγομαι σε παρακείμενο τυροπιτάδικο να πάρω έναν καφέ και κάθομαι στη στάση για να περιμένω. Αρχίζω να ξεφυλλίζω και το βιβλίο μπας και βρω κανένα τηλέφωνο για να γίνει η συνεννόηση πιο ανθρώπινη, όνομα δεν είχε πουθενά γραμμένο ούτε από τον ΟΤΕ θα μπορούσα να τη βρω, απελπισία σκέτη θα έπρεπε να περιμένω. Ένα μισάωρο αργότερα κι αφού είχα σκυλοβαρεθεί σκέφτομαι να πάω να αγοράσω κάτι cd που ήθελα και μετά να πάω στο πανεπιστήμιο να βρω την αίθουσα που γράφουν και να την περιμένω εκεί. Ξεκινάω λοιπόν όταν δέκα μέτρα παρακάτω ακούω από το απέναντι πεζοδρόμιο «Τσέέέέέέέλιγκααααααααααα» και βλέπω τη νεαρή φοιτήτρια ευτυχώς μόνη. Της κάνω νόημα να περιμένει κι ότι θα περάσω απέναντι ενώ το ίδιο νόημα μου κάνει και αυτή. Συναντηθήκαμε τελικά στη διαχωριστική γραμμή του δρόμου, σημείο που δεν το θεώρησα ιδανικό για συζήτηση, περάσαμε ξανά απέναντι στη μεριά της κι άρχισε να μου λέει για την προσπάθεια της να μάθει τα στοιχεία μου από το Βασίλη ώστε να με βρει και να πάρει πίσω το βιβλίο της. Φυσικά του είπε όλη την αλήθεια αλλά μου ζήτησε ένα τεράστιο συγγνώμη και με προσκάλεσε για καφέ αφού το μάθημα το είχε χάσει έτσι κι αλλιώς. Της είπα ότι εκείνη την ώρα το μόνο που ήθελα ήταν να παίξω ένα στοίχημα εκείνη όμως επέμενε και κατσικώθηκε δίπλα μου. Πήγαμε στο πρακτορείο μαζί και τη ρωτάω τι προβλέπει για το Ρεάλ ? Άρσεναλ. Μου λέει ότι επειδή ο Μπέκαμ είναι Άγγλος αυτή θα το έπαιζε διπλό, σκέφτομαι ότι δεν πάει με τα καλά της και βάζω στάνταρ άσο. Φυσικά κέρδισε εκτός έδρας η Άρσεναλ...