Κατεβαίνω το πρωί στο ψιλικατζίδικο για ν’αγοράσω γάλα και εφημερίδα, κλειστό. Φτου σου γκαντεμιά σκέφτομαι, άντε να πάω τώρα μέχρι το επόμενο με τη σαγιονάρα, το λαμέ σορτσάκι που μας είχαν δώσει στο στρατό και το κόκκινο μπουφάν, μέχρι αύριο θα γελάει η γειτονιά αλλά ενέδωσα στον πειρασμό γιατί με είχε πιάσει και μια δυσκοιλιότητα και έπρεπε να βρω επειγόντως γάλα για τα all bran μου και φυσικά εφημερίδα για να έχω και κάτι να κάνω την ώρα της υπομονής. Φτάνω στο επόμενο κλειστό κι αυτό, θυμήθηκα τα σοφά λόγια του Μάκη, όχι δε γίνεται δεν είναι δυνατόν και στάθηκα απορημένος στην άκρη του πεζοδρομίου. Να πήγαινα μέχρι το σούπερ μάρκετ; Ίσως ήταν καλή ιδέα γιατί χρειαζόμουν και all bran λόγω μιας δυσκοιλιότητας που με είχε πιάσει το τελευταίο δωδεκάωρο με αποτέλεσμα μία ιδιάζουσα ανησυχία να την έχω. Πράγματι έτσι έγινε έφτασα στο σούπερ μάρκετ και βλέπω το φορτηγό-ψυγείο του Ολύμπου να ξεφορτώνει. Το σούπερ όμως κλειστό. Έριξα τα μούτρα μου και πλησίασα τον οδηγό.
-Ρε μάστορα, πέρασα από δύο ψιλικατζίδικα για να βρω γάλα τίποτα κλειστά, ήρθα κι εδώ τώρα πάλι τα ίδια, να πάρω ένα μπουκαλάκι να κάνω τη δουλειά μου;
-Σε μισή ώρα ανοίγουν, κάνε καμια βόλτα και ξαναέλα.
-Συγγνώμη αλλά τι ώρα είναι;
-7:30;
-Και με παραξένεψε αυτή η αδικαιολόγητη συννεφιά, οφείλω να το πω.
-Μπα μην ανησυχείς μια χαρά είναι ο καιρός απλά δε ξημέρωσε για τα καλά.
-Να’σαι καλά μάστορα.
Μου κορνάρισε κι έφυγε. Τι να πεις μετά. Τίποτα. Γύρισα σπίτι έφτιαξα ένα καφέ και ξάπλωσα για να χορτάσω τον ύπνο μου και είδα ένα παράξενο όνειρο. Είχα ξυπνήσει λέει από τ’άγρια χαράματα χωρίς να το καταλάβω φόρεσα το σορτσάκι που μας δώσαν στο στρατό, σαγιονάρες κι ένα κόκκινο μπουφάν, σα σημαδούρα δηλαδή ήμουνα και έψαχνα για ανοιχτό ψιλικατζίδικο ώστε να πάρω γάλα και εφημερίδα κι ότι τελικά το κατάλαβα όταν μου είπε την ώρα ο οδηγός ενός φορτηγού-ψυγείου έξω από το σούπερμάρκετ και μετά εγώ γύρισα σπίτι κι έφτιαξα έναν καφέ για να κοιμηθώ. Αγουροξυπνημένος καθώς ήμουν από τ’ όνειρο κοίταξα το ρολόι δίπλα μου και είδα ότι ήταν 7 και κάτι πολύ νωρίς ακόμη για Σαββατιάτικο ξύπνημα. Έριξα λίγο νερό στα μούτρα μου και πήγα στο ψυγείο. Βλέπω το μπουκάλι με το γάλα, δύο δάχτυλα είχε μέσα μόνο έπρεπε να βγω ν’αγοράσω. Πήγα στον καναπέ ξάπλωσα κι άνοιξα το ραδιόφωνο. Τεντωνόμουν και χουζούρευα όταν άκουσα το παρατεταμένο χτύπημα του κουδουνιού. Το ραδιόφωνο πρόδιδε ότι είμαι στο σπίτι αλλά βαριόμουν ελεεινά να πάω ν’ανοίξω. Το χτύπημα του κουδουνιού συνεχιζόταν και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Κοιτάω από το ματάκι και βλέπω τρία μικρά παιδάκια. Τους ανοίγω και αρχίζουν να μου λένε τα κάλαντα. Τα έχασα προς στιγμήν κι έτσι τα ρώτησα τι μέρα είναι. 13 Νοέμβρη μου απάντησαν εν χορώ και απόρησα με τον εαυτό μου που είχε ξεχάσει μία τόσο σημαντική ημερομηνία. Πήγα γρήγορα στο δωμάτιο μου για να τους δώσω μερικά χρήματα ενώ αυτά άρχισαν να ραπάρουν στο ρυθμό του «Πόσο μαλάκας είσαι». Τους ρώτησα μήπως είχαν στο ρεπερτόριο τους και τίποτα από Άντζελα Δημητρίου και τότε ο ένας άρχισε να φέρνει τις στροφές του ο άλλος να χτυπάει παλαμάκια και ο τρίτος να τραγουδάει «Ποιός είσαι που για σένα θα πονέσω / Ποιός είσαι και γιατί να σε πιστέψω / Ποιός είσαι που νομίζεις θα λυγίσω / Ποιός είσαι τελικά για ν’αγαπήσω / Ποιός είσαι». Εμφανέστατα συγκινημένος έβγαλα και τους έδωσα από 69 ευρώ και γύρισα στον καναπέ. Λίγο αργότερα άκουσα να χτυπάει το τηλέφωνο. Σηκώνομαι και κοιτάω την ώρα στο μεγάλο εκρεμές του σαλονιού και βλέπω ότι είναι μόλις 7. Ούτε ένα Σάββατο δε μ’αφήνουν να κοιμηθώ με την ησυχία μου μουρμούρισα, το έκλεισα και γύρισα πλευρό.
-Ρε μάστορα, πέρασα από δύο ψιλικατζίδικα για να βρω γάλα τίποτα κλειστά, ήρθα κι εδώ τώρα πάλι τα ίδια, να πάρω ένα μπουκαλάκι να κάνω τη δουλειά μου;
-Σε μισή ώρα ανοίγουν, κάνε καμια βόλτα και ξαναέλα.
-Συγγνώμη αλλά τι ώρα είναι;
-7:30;
-Και με παραξένεψε αυτή η αδικαιολόγητη συννεφιά, οφείλω να το πω.
-Μπα μην ανησυχείς μια χαρά είναι ο καιρός απλά δε ξημέρωσε για τα καλά.
-Να’σαι καλά μάστορα.
Μου κορνάρισε κι έφυγε. Τι να πεις μετά. Τίποτα. Γύρισα σπίτι έφτιαξα ένα καφέ και ξάπλωσα για να χορτάσω τον ύπνο μου και είδα ένα παράξενο όνειρο. Είχα ξυπνήσει λέει από τ’άγρια χαράματα χωρίς να το καταλάβω φόρεσα το σορτσάκι που μας δώσαν στο στρατό, σαγιονάρες κι ένα κόκκινο μπουφάν, σα σημαδούρα δηλαδή ήμουνα και έψαχνα για ανοιχτό ψιλικατζίδικο ώστε να πάρω γάλα και εφημερίδα κι ότι τελικά το κατάλαβα όταν μου είπε την ώρα ο οδηγός ενός φορτηγού-ψυγείου έξω από το σούπερμάρκετ και μετά εγώ γύρισα σπίτι κι έφτιαξα έναν καφέ για να κοιμηθώ. Αγουροξυπνημένος καθώς ήμουν από τ’ όνειρο κοίταξα το ρολόι δίπλα μου και είδα ότι ήταν 7 και κάτι πολύ νωρίς ακόμη για Σαββατιάτικο ξύπνημα. Έριξα λίγο νερό στα μούτρα μου και πήγα στο ψυγείο. Βλέπω το μπουκάλι με το γάλα, δύο δάχτυλα είχε μέσα μόνο έπρεπε να βγω ν’αγοράσω. Πήγα στον καναπέ ξάπλωσα κι άνοιξα το ραδιόφωνο. Τεντωνόμουν και χουζούρευα όταν άκουσα το παρατεταμένο χτύπημα του κουδουνιού. Το ραδιόφωνο πρόδιδε ότι είμαι στο σπίτι αλλά βαριόμουν ελεεινά να πάω ν’ανοίξω. Το χτύπημα του κουδουνιού συνεχιζόταν και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Κοιτάω από το ματάκι και βλέπω τρία μικρά παιδάκια. Τους ανοίγω και αρχίζουν να μου λένε τα κάλαντα. Τα έχασα προς στιγμήν κι έτσι τα ρώτησα τι μέρα είναι. 13 Νοέμβρη μου απάντησαν εν χορώ και απόρησα με τον εαυτό μου που είχε ξεχάσει μία τόσο σημαντική ημερομηνία. Πήγα γρήγορα στο δωμάτιο μου για να τους δώσω μερικά χρήματα ενώ αυτά άρχισαν να ραπάρουν στο ρυθμό του «Πόσο μαλάκας είσαι». Τους ρώτησα μήπως είχαν στο ρεπερτόριο τους και τίποτα από Άντζελα Δημητρίου και τότε ο ένας άρχισε να φέρνει τις στροφές του ο άλλος να χτυπάει παλαμάκια και ο τρίτος να τραγουδάει «Ποιός είσαι που για σένα θα πονέσω / Ποιός είσαι και γιατί να σε πιστέψω / Ποιός είσαι που νομίζεις θα λυγίσω / Ποιός είσαι τελικά για ν’αγαπήσω / Ποιός είσαι». Εμφανέστατα συγκινημένος έβγαλα και τους έδωσα από 69 ευρώ και γύρισα στον καναπέ. Λίγο αργότερα άκουσα να χτυπάει το τηλέφωνο. Σηκώνομαι και κοιτάω την ώρα στο μεγάλο εκρεμές του σαλονιού και βλέπω ότι είναι μόλις 7. Ούτε ένα Σάββατο δε μ’αφήνουν να κοιμηθώ με την ησυχία μου μουρμούρισα, το έκλεισα και γύρισα πλευρό.