Στο ραδιόφωνο έπαιζε ένα τραγουδάκι που δεν το ήξερα ενώ η ταχύτητα των 40 χλμ/ώρα σου δημιουργούσε την ψευδαίσθηση μιας κινηματογραφικά αργής λήψης όπου ο πρωταγωνιστής σκέφτεται ή το φιλοσοφεί με το συνοδηγό του για ένα θέμα οπωσδήποτε σοβαρό αλλά η πραγματικότητα είναι πως δεν έβλεπα την ώρα να φτάσω σπίτι, να πετάξω τα ιδρωμένα ρούχα από πάνω μου και να μπω στο μπάνιο ώσπου το καυτό νερό να με χαλαρώσει και να νιώσω όλη την κούραση της μέρας να εξατμίζεται μαζί με τους υδρατμούς. Της έστειλα ένα μήνυμα «θέλω να βρεθούμε το βράδυ», πέντε λέξεις όλες κι όλες, άφησα το κινητό πάνω στο πλυντήριο και βυθίστηκα στη μπανιέρα. Κόντεψε να με πάρει ο ύπνος εκεί μέσα, είχα κλείσει τα μάτια μου και βγήκα μόνο όταν άκουσα το γνώριμο ήχο του μηνύματος. Την είχα ανάγκη.
Δεν τον είχα ανάγκη πια. Με θυμόταν όποτε αυτός ήθελε, όποτε αυτός γούσταρε και μόνο για να γίνω η πουτανίτσα του, το ξεκωλάκι του και η καυλιάρα του. Μου πέταγε χρήματα μερικές φορές γιατί είχε λέει αυτήν τη φαντασίωση, να με πηδάει χωρίς συναίσθημα, σεξ για το σεξ, λες και είχα δει ποτέ συναίσθημα από εκείνον. Και γι’ άλλη μία φορά ήθελε με πέντε μόνο λέξεις να με ρίξει στο κρεβάτι. Νικημένος από τα θέλω του, αυτή τη φορά δε θα υποχωρούσα.
Ένιωσα το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια μου. Δεν πίστευα αυτό που διάβαζαν τα μάτια μου. Δεν ήθελε να βρεθούμε. Για την ακρίβεια δεν ήθελε να ξαναβρεθούμε. Και το έγραφε ορθά κοφτά. Την πήρα τηλέφωνο και μου το έκλεισε. Δοκίμασα με κάθε πιθανό τρόπο. Με απόκρυψη, χωρίς, με άλλον αριθμό που δεν της τον είχα δώσει. Δεν ήταν εκεί για μένα, δε με περίμενε, η κερκόπορτα μου είχε κλείσει.
Έκλεισα την πόρτα αθόρυβα κι έφυγα αφήνοντας δύο φώτα αναμμένα και την τηλεόραση να παίζει. Ήξερα ότι μπορεί να ερχόταν απ’ το σπίτι και δεν ήθελα να γίνουμε νούμερο σε όλη τη γειτονιά. Έφευγα και τον άφηνα πίσω μου να υπάρχει σε αυτό το διαμέρισμα φυλακισμένος, μακριά μου. Ασυναίσθητα επιτάχυνα το βήμα μου. Πήρα ένα ταξί και είπα «Στο Χολαργό πάμε».
Δεν τον είχα ανάγκη πια. Με θυμόταν όποτε αυτός ήθελε, όποτε αυτός γούσταρε και μόνο για να γίνω η πουτανίτσα του, το ξεκωλάκι του και η καυλιάρα του. Μου πέταγε χρήματα μερικές φορές γιατί είχε λέει αυτήν τη φαντασίωση, να με πηδάει χωρίς συναίσθημα, σεξ για το σεξ, λες και είχα δει ποτέ συναίσθημα από εκείνον. Και γι’ άλλη μία φορά ήθελε με πέντε μόνο λέξεις να με ρίξει στο κρεβάτι. Νικημένος από τα θέλω του, αυτή τη φορά δε θα υποχωρούσα.
Ένιωσα το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια μου. Δεν πίστευα αυτό που διάβαζαν τα μάτια μου. Δεν ήθελε να βρεθούμε. Για την ακρίβεια δεν ήθελε να ξαναβρεθούμε. Και το έγραφε ορθά κοφτά. Την πήρα τηλέφωνο και μου το έκλεισε. Δοκίμασα με κάθε πιθανό τρόπο. Με απόκρυψη, χωρίς, με άλλον αριθμό που δεν της τον είχα δώσει. Δεν ήταν εκεί για μένα, δε με περίμενε, η κερκόπορτα μου είχε κλείσει.
Έκλεισα την πόρτα αθόρυβα κι έφυγα αφήνοντας δύο φώτα αναμμένα και την τηλεόραση να παίζει. Ήξερα ότι μπορεί να ερχόταν απ’ το σπίτι και δεν ήθελα να γίνουμε νούμερο σε όλη τη γειτονιά. Έφευγα και τον άφηνα πίσω μου να υπάρχει σε αυτό το διαμέρισμα φυλακισμένος, μακριά μου. Ασυναίσθητα επιτάχυνα το βήμα μου. Πήρα ένα ταξί και είπα «Στο Χολαργό πάμε».