Saturday, September 24, 2005

Το 'πε, το 'πε, ο παπαγάλος

Μόλις έχει αρχίζει και χαράζει η αυγούλα, κατά τις 10, οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι να πάρω λίγο καθαρό αέρα. Βλέπω σε μία γωνία τα σκουπίδια σκόρπια, μάλλον η γάτα θα το έκανε σκέφτομαι αλλά μετά συνειδητοποιώ ότι τη χάρισα στον Μπίλυ, το μαύρο μηχανοσυνθέτη από το Τσιμπουτί εδώ και τρία χρόνια. Καλό παιδί ο Μπίλυς αλλά είχε κόλλημα με τις γάτες. Εγώ δεν είχα. Το πως την απέκτησα μεγάλη ιστορία. Ο Μπίλυ είχε άλλες εννιά και μαζί με τη δική μου γινήκανε δέκα. Φαντάστηκα ότι θα ήθελε να φτιάξει καμία ποδοσφαιρική ομάδα διότι άλλη λογική εξήγηση εγώ δε μπορούσα να βρω. Ήθελε δρόμο βέβαια ακόμα κι έναν καλό γυμναστή, μετακόμισε πρόσφατα ένας στη γειτονιά θα του στον συστήσω, μπορεί να είναι ειδικός στις γατοποδοσφαιρικές ομάδες. Άρχισα να μαζεύω μηχανικά τα σκουπίδια και κατέβηκα τους 52 ορόφους του διαμερίσματος μου για να τα πετάξω στον κάδο της διπλανής πολυκατοικίας. Αυτό είναι κόλπο και να το ξέρετε. Κάθε βράδυ βγαίνουν όλοι να πετάξουν τα σκουπίδια λες και βρισκόμαστε σε πόλεμο. Βλέπεις φιγούρες να χάνονται μέσα στο σκοτάδι, αργά προσεκτικά βήματα, μακριά από φώτα για να μην τους προδώσει η σκιά κι όταν τους χάσεις από τα μάτια σου είναι πια πολύ αργά. Ακούγεται το τρίξιμο του κάδου σου και καταλαβαίνεις ότι κάποιος σκόραρε. Είναι σαν τα παιχνίδια που παίζουν διάφοροι τύπο με το κωδικό όνομα "capture the flag". Στη συγκεκριμένη περίπτωση προσπαθείς χωρίς να γίνεις αντιληπτός να πετάξεις τα σκουπίδια σου στον κάδο του γείτονα, διότι κάτω από το σπίτι σου βρωμάνε, άσε που είναι και εστία μολύνσεως και γενικά δεν κάνει τα καημένα τα παιδάκια σου να είναι τόσο κοντά στα σκουπίδια. Φυσικά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για τα μπάσταρδα του γείτονα τα οποία είναι κωλόπαιδα γιατί το απόγευμα παίζουν μπάλα στη γειτονιά και χαλάν το κόσμο με τη φασαρία που κάνουν. Και ο ίδιος ο γείτονας δηλαδή δεν χρειάζεται και καλύτερη ζωή. Δε διαφέρει και πολύ από τα σκουπίδια στον κάδο του, οπότε ας τα επωμιστεί όλα αυτός. Άσε που τα δικά του τα παιδιά είναι κοτζάμ μαντράχαλοι τώρα στα 14 τους, ενώ ο δικός μου ο τρυφερός ο γιόκας του χρόνου θα κλείσει τα 25 και σε αυτήν την τρυφερή ηλικία θέλει αγάπη και στοργή. Με άλλα λόγια χρειάζεται προδερμ και φυσικά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει το λάθος και το παιδί να οσμίζεται τα σκουπίδια. Η μυτούλα του είναι ευαίσθητη και μπορεί να το πιάσει καμία αλλεργία. Έτσι λοιπόν πηγαίνουμε και πετάμε ο ένας τα σκουπίδια στον κάδο του άλλου. Εγώ συνήθως πηγαίνω τον ανοίγω πρώτα και μετά πάω έξω από τη γραμμή των 6.25 και φαντάζομαι ότι είμαι ο παίκτης στα χέρια του οποίου κρίνεται το ματς. Ο προπονητής ζητάει τάιμ-άουτ. Μαζευόμαστε. Δίνει σαφής οδηγίες πως πρέπει να φτάσει η μπάλα στα χέρια μου με δύο πάσες. Κάνουμε όλοι μαζί ένα ζντο και παίρνουμε τις θέσεις μας στο γήπεδο. Ο διαιτητής σφυρίζει, τα δευτερόλεπτα τρέχουν, είμαστε πίσω δύο πόντους κι αυτή τη φορά δεν έχεις τις βολές ο Αργύρης Καμπούρης. Κάνω μια κίνηση πιβοτ και ξεμαρκάρομαι. Η μπάλα φτάνει επιτέλους στα χέρια μου, κοιτάω το ρολόι και σκέφτομαι ότι δεν πρέπει να πάμε σε παράταση γιατί θ’αργήσω και η Σούλα θα φωνάζει πάλι ότι την παραμελώ. Νιώθω ότι κουβαλάω πάνω μου μια πυρωμένη μεταλλική σφαίρα κι ότι δε μπορώ να την πετάξω πουθενά γιατί είμαι περικυκλωμένος από το προστατευτικό δίκτυ το οποίο δεν έχει ελεύθερη πλευρά. Ο προπονητής φωνάζει αλλά είναι τόσο μεγάλη η ένταση μου που δε δίνω σημασία στα λόγια του, φτάνω στην κάτω γωνία, θέση από την οποία ποτέ δεν έχω σταυρώσει καλάθι, ούτε καν στις προπονήσεις και κάνω ένα τσαμπ-σουτ. Παρακολουθώ την ελλειπτική τροχιά της μπάλας η οποία περιστρέφεται σα δαιμονισμένη και η επιλογή μου δικαιώνεται. Η σακούλα δε βρίσκει καν το στόχο της και πέφτει με ορμή πάνω στο αυτοκίνητο του στριμμένου γείτονα. Ο συναγερμός ουρλιάζει και όλοι πετάγονται έξω από τα σπίτια τους. Ο στριμμένος βρίσκεται ήδη κάτω και τον βλέπω να έρχεται απειλητικά προς το μέρος μου. Εγώ χαμογελαστός και ήρεμος ξεχνάω τη Χάλα Πιονίρ και ζητάω άσυλο στο συνοικιακό ψιλικατζίδικο. Η κυρα-Ντίνα, μια πενηνταπεντάρα χήρα, πάντα μου έκανε τα γλυκά μάτια κι εγώ με κανένα νόστιμο κοπλιμάν έπαιρνα στο βερεσέ γάλα, καφέ κι εφημερίδα. Της λέω ότι θα περάσω το απόγευμα να της αλλάξω εκείνη την καμμένη λάμπα αρκεί να με καλύψει. Εκείνη μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου λέει «αφού θα μου αλλάξεις τα φώτα δε μπορώ να σου αρνηθώ τίποτα». Τρομάζω λίγο με την ιδέα αλλά όταν βλέπω τη φάτσα του στριμμένου γείτονα κατακόκκινη και με ατμούς, λέω λάμπα είναι θα περάσει κι ανοίγω την πόρτα του ψυγείου για να πάρω τα συνηθισμένα, γάλα, γιαούρτια, χυμούς, αναψυκτικά, μπύρες, σοκολάτες από πέρυσι που δε λιώσανε κι όλα αυτά στο βερεσέ φυσικά. Η έκρηξη δεν αργεί κι ο έξαλλος κυρ-Μανώλης στα πρόθυρα εμφράγματος φωνάζει «Πως το κανες αυτό ρε κερατά;». Εκείνη τη στιγμή στο ραδιόφωνο ακουγόταν ο ΛΕΠΑ με το παλιό χιτάκι του «το ‘πε, το’ πε ο παπαγάλος ότι σ’αγκαλιάζει άλλος» και όσο να’ναι ταράχτηκα λίγο. Έπειτα θυμήθηκα ότι ο κυρ-Μανώλης με είχε πιάσει στο κρεβάτι με την κόρη του και σκέφτηκα ότι δε δικαιούται να μου μιλάει τόσο σκληρά. «Δεν έχω να δηλώσω τίποτα» του είπα και γύρισα το κεφάλι μου στην κυρα-Ντίνα η οποία ετοιμαζόταν να κατσαδιάσει τον κυρ-Μανώλη. Απόστρατος αστυνομικός ήξερε από ανακρίσεις και ήμουν σίγουρος ότι μέσα σε λίγα λεπτά θα έσπαγα αν συνέχιζε. Ευτυχώς η έμπειρη ψιλικατζού πήρε τα ηνία στα χέρια της και παρακολούθησα για λίγη ώρα το φλογερό ταπεραμέντο της μα και τον τσαμπουκά της. Έπειτα από λίγο όμως βαρέθηκα κι έφυγα. Τους άφησα να τσακώνονται χωρίς να μπορώ να καταλάβω γιατί υπάρχει διχόνοια στον κόσμο αυτό.

Η πρόταση της ημέρας:
Στο πλαίσιο του 34ου φεστιβάλ οινογνωσίας, σε μία και μοναδική προβολή σήμερα στο Γαλλικό Ινστιτούτο, μπορείτε να παρακολουθήσετε το ψυχολογικό δράμα μικρού μήκους «Ελλάς ? Γαλλία ? Συμμαχία» και ώρα 7 ακριβώς. Θα τηρηθεί αυστηρά σειρά προτεραιότητας.