Monday, March 06, 2006

The Terminal

Χειρόγραφες σημειώσεις που βρέθηκαν στο ταγάρι του τσέλιγκα και αποκρυπτογραφήθηκαν στα ειδικά εργαστήρια της στάνης μας φέρνουν στο φως και τα παρακάτω ιστορικά από κάθε άποψη γεγονότα:

«1η Μαρτίου του 2006

Η χθεσινή βραδιά ήταν το κάτι άλλο. Γιάννης Φλωρινιώτης και υιός, Γωγουλίνι και Απόστολος Σουγκλάκος φρόντισαν για μία βραδιά υψηλού επιπέδου την οποία ευλαβικά παρακολουθήσαμε και εν συνεχεία κατευθυνθήκαμε προς το Λευκό Πύργο και τα παρακείμενα εις αυτόν μπαρ για μία φιλολογική συζήτηση και σχολιασμό στην απόδοση των ερμηνευτών, της ορχήστρας και των χορευτών ενώ με την ευκαιρία καταβρέξαμε και με λίγο αμστελόζουμο τα λαρύγγια μας έτσι ώστε να καταπραϋνουμε τις καταπονημένες, από την ενεργή συμμετοχή μας στο σόου, αμυγδαλές. Σήμερα ξύπνησα στις 7:28 ακριβώς ενώ είχα προγραμματίσει το ξυπνητήρι για τις 7:32 ενώ στις 7:30 δέχθηκα και το τηλεφώνημα από τη ρεσεψιόν και άρχισα να συγκεντρώνω τα πράγματα μου στον τεραστίων διαστάσεων σάκο μου, ένα σάκο που όμοιο του ούτε ο Άι-Βασίλης δεν έχει και αναρωτιόμουν που θα βρω κλωστή να πλέξω ένα βραχιόλι γνωστό με την κωδική ονομασία μάρτης έτσι ώστε να προφυλαχθώ από την υπεριώδη ακτινοβολία του ηλίου. Κόκκινη κλωστή δεμένη δε βρήκα τελικά κι έτσι αποφάσισα να πάω να πάρω το πρωινό μου έχοντας θέα το Θερμαϊκό. Διαμαρτυρήθηκα έντονα στη διεύθυνση του ξενοδοχείου επισημαίνοντας του ταυτόχρονα την τεράστια έλλειψη τόσο σε πρόβειο γάλα όσο και σε γιαούρτι με πέτσα κι έτσι αρκέστηκα σε καφέ, χυμό κι ένα κρουασανάκι βουτύρου. Πήγα στη ρεσεψιόν για να εξοφλήσω κάτι ροζ τηλέφωνα που έκανα επειδή δε με έπαιρνε ο ύπνος και μου είπαν ότι ήταν κερασμένα από τον υπάλληλο της νυχτερινής βάρδιας ο οποίος υπέκλεπτε τις συνομιλίες μου για να περάσει πιο ευχάριστα βραδιά. Προς στιγμήν κοκκίνισα αλλά σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει και ιδιαίτερος λόγος αφού τη γκόμενα κυριολεκτικά την είχα ξετινάξει. Βγήκα στο δρόμο και βρήκα τον οδηγό να με περιμένει. Έβαλε star fm 97.1 και με πήγε στον προορισμό μου όπου ήπια άλλον έναν καφέ και στρώθηκα με τα μούτρα στη δουλειά ενώ στο πίσω μέρος του μυαλού μου δύο λέξεις με βασάνιζαν: Τερκενλής και Χατζής. Έφτασα στην Καμάρα καμαρωτός καμαρωτός και συναντήθηκα μ’ένα φίλο για ν’απολαύσουμε τι άλλο, ακόμη έναν καφέ. Πραγματοποιήθηκε λοιπόν μια διάσκεψη κορυφής στην οποία λίγο αργότερα έσπευσε να παρευρεθεί και ο συνδαιτυμόνας της χθεσινής επιτυχημένης από κάθε άποψη βραδιάς. Η σερβιτόρα έκανε λάθος τα ρέστα, μας έφερε εμφιαλωμένο νερό επειδή το άλλο που είχαν ήταν από ψύκτη και δεν το συνιστούσε και υπήρχε και μια γαμημένη πόρτα που βροντούσε όλη την ώρα. Αυτό με το εμφιαλωμένο ήταν που με χάλασε πιο πολύ απ’όλα αλλά δεν πτοήθηκα καθόλου και οδηγήθηκα στην πρώτη στάση για ανεφοδιασμό. Τερκενλής με τ’όνομα διάσημος για τα τσουρέκια του και στη συνέχεια βουρ για Χατζή. Εκεί κάναμε και στάση για να φάμε κι ένα Καζάν Ντιπί με ντοντουρμά ενώ φρόντισα να εφοδιαστώ και με τις απαραίτητες προμήθειες για το γυρισμό. Τσεκ-ιν και ο υπάλληλος μας ενημερώνει ότι θα υπάρξει μία καθυστέρηση δεκαπέντε περίπου λεπτών στην πτήση οπότε ορμάω στα duty free μήπως βρω κανένα καλό malt για το δρόμο. Τζίφος αλλά προμηθεύτηκα με το νέο άρωμα του μεσιέ Μιγιάκι το οποίο είναι ολίγον τι πιπεράτο και το συνιστώ ανεπιφύλακτα, εγώ το φοράω μετά το άρμεγμα και μοσχοβολάω. Η Ολυμπιακή σίγουρα δεν πάει καλά ως εταιρία γιατί ο υπάλληλος του τσεκ ιν ήταν αυτός που μας έλεγξε τα εισιτήρια πριν επιβιβαστούμε στο λεωφορειάκι ενώ τον είδαμε και στη σκάλα να κάνει ακόμη έναν έλεγχο.
-Τρίτη φορά που σε βλέπω σήμερα, του λέω.
-Αρρώστησε μία συνάδελφος κι έχω εγώ και τα δύο πόστα, μου απάντησε.
Και τότε άρχισαν τα προβλήματα. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ κρατούσα τα πράγματα μου με κάπως ανορθόδοξο τρόπο αλλά θα έπρεπε οι πόρτες να είναι λίγο μεγαλύτερες. Δεν κόλλησα στην κεντρική πόρτα αλλά στην αμέσως επόμενη για να διασχίσω τη business class και να φτάσω στη θέση μου. Η αεροσυνοδός με κοίταζε με μάτια γουρλωμένα.
-Μπορείτε να με βοηθήσετε λίγο με τα γλυκά;
-Τι ακριβώς θέλετε;
-Σκεφτόμουν μήπως τα τρώγαμε αφού δε χωράν να περάσουν.
-Απαγορεύεται το φαγητό εν ώρα εργασίας.
-Η πτήση είναι που είναι καθυστερημένη, ψυχικό θα κάνετε.
-Σας λέω δε μπορώ, μη με πιέζετε.
-Έχω και κουρκουμπίνια.
-Αχ, κουρκουμπίνια! Τ’αγαπημένα μου!
-Λοιπόν;
-Να τ’ανοίξω;
-Κάτσε κράτα εσύ αυτήν την σακούλα και θα τ’ανοίξω εγώ που ξέρω σε ποιό κουτί είναι.
-Α δεν είναι κουρκουμπίνια σε όλα τα κουτιά;
-Ε όχι, πάντα φροντίζω για την ποικιλία.
Της έδωσα λοιπόν την τσάντα. Ξεσφηνώνω εγώ και περνάω από την πόρτα και της ζητάω πίσω τα τσουρέκια διότι αυτά της είχα πασάρει. Στη συνέχεια σαν κύριος προχώρησα προς τη θέση μου ενώ εκείνη ακόμη προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε γίνει. Ήμουν σίγουρος πως θα μου έχυνε πάνω μου ότι κι αν ζητούσα για να πιω κι έτσι είχα αποφασίσει να μην πάρω τίποτα αλλά έπρεπε να πείσω τ’άλλα άτομα στη σειρά να μην πάρουν καφέ γιατί θα με έκαιγε. Τελικά μας σέρβιραν δύο τύποι κι έτσι γλίτωσα την ψυχρολουσία. Τα γλυκά ακόμη και χωρίς τη βοήθεια της αεροσυνοδού δύο ημέρες αργότερα είχαν εξαφανιστεί»