Saturday, March 18, 2006

H αβάσταχτη γοητεία ενός ξεριζωμένου...

Ήταν ακόμη μία βραδιά από αυτές που γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι θα πάει στράφι και με τέτοια διάθεση ξεκίνησα χθες από το σπίτι μου, λίγο καθυστερημένος κάτι όμως που βγήκε σε καλό γιατί τελικά άργησα λιγότερο απ’ όλους τους υπόλοιπους. Αφού λοιπόν έφτασα πρώτος έπρεπε να διαλέξω και σε ποιό τραπέζι από τα διαθέσιμα θα καθίσουμε. Τυχαία έπεσε το μάτι μου σ’ένα γωνιακό κολλητά σε μια τζαμαρία και πήγα ν’αφήσω τα πράγματα μου. «Αυτό είναι για καπνίζοντες κύριε» μου είπε ο σερβιτόρος και του είπα να μην ανησυχεί κι ότι θα πήγαινα αμέσως να προμηθευτώ ένα πακέτο τσιγάρα. Αφού επέστρεψα από το γωνιακό ψιλικατζίδικο με ρώτησαν αν ήθελα να μου φέρουν κάτι κι εγώ ζήτησα μία Κάιζερ σε κολωνάτο ποτήρι. Στο δίπλα τραπέζι παρατήρησα έκπληκτος την για χρόνια μούσα μου, γνωστή καλλιτέχνιδα Τζίνα Βαρώνη. «Κάθεσαι στο μπαλκονάκι σα λουλούδι αθάνατο / μα εγώ σαν τ’αηδονάκι παίζω με το θάνατο / δε με νοιάζει κι αν πεθάνω, δε με νοιάζει κι αν χαθώ / ένα μόνο με μαραίνει, που μ’αφήνεις μοναχό» τραγούδησα για πάρτη της κι εκείνη έβγαλε από τη τσάντα της ένα εισιτήριο τρένου με προορισμό όπως αργότερα είδα την Καλαμπάκα. «Αυτό το τσιγάρο που καίει είναι το τελευταίο / τα μάτια σου κλείσε δε θέλω να δεις ότι κλαίω / γιατί είναι μοιραίο να φύγω σε λίγο, σε λίγο, σε λίγοοοοοοοο / Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο / Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο / Αγκαλιάσε με, φίλησε με, μέσα στα χέρια σου τα δυο φυλάκισε με / Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο / Κάνε κάτι να χάσω το τρένο» ήταν το επόμενο τραγούδι που διάλεξα και εκείνη εμφανώς ταραγμένη έβαλε το εισιτήριο ξανά μέσα στην τσάντα της. Στην αρχή σκέφτηκα ότι θα πήγαινε στα Μετέωρα για αναρρίχηση κάτι όμως που τελικά διαπίστωσα ότι δεν ίσχυε. Στην Καλαμπάκα θα πήγαινε για την έναρξη της ανοιξιάτικης περιοδίας της και όπως το έχει συνήθειο κάθε χρόνο, πετάγεται και στα μοναστήρια για να πάνε όλα καλά. Κάνω νόημα στο σερβιτόρο και του ψιθυρίζω κάτι στο αυτί ενώ ταυτόχρονα του έχωσα κι ένα εικοσάυερο στην τσέπη από αυτά τα πλαστά που έχω για κάτι τέτοιες περιπτώσεις έτσι ώστε να ικανοποιηθεί το αίτημα μου το συντομώτερο δυνατόν. Πράγματι δεν είχε περάσει ένα λεπτό, όταν είδα το σερβιτόρο να κατευθύνεται με μία σαμπανιέρα προς το τραπέζι της Τζίνας. Εγώ κράτησα σφιχτά το ποτήρι μου με τα χέρια μου ιδρωμένα από το άγχος ετσι ώστε την κατάλληλη στιγμή να το υψώσω αλλά φρόντιζα τουλάχιστον να διατηρώ το ύφος «άντρας με αυτοπεποίθηση» κι ας πήγαινε η καρδούλα μου πέρα δώθε από την αγωνία. Σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες μου ο νεαρός σερβιτόρος έβγαλε από τη σαμπανιέρα μία Άμστελ και την άνοιξε μ’έναν αναπτήρα μπικ χρώματος λευκού έτσι ώστε να διατηρηθεί ο συμβολισμός των λευκών και αγνών περιστεριών. Ύψωσα το ποτήρι μου, χαμογέλασα πιο σίγουρος από ποτέ και τότε η Τζίνα άλλαξε σταυροπόδι με μία περίτεχνη κίνηση όπως η Σάρον Στόουν στο Βασικό Ένστικτο. Εκεί πραγματικά ένιωσα τα γόνατα μου να τρέμουν θαρρείς και τα είχε δονήσει ο εγκέλαδος ενώ εκείνο το παλιό τραύμα από τη μαχαιριά στο γόνατο άρχισε να με τσούζει ενώ συν τις άλλοις μ’έπιασε και κόψιμο μάλλον από τα μεσημεριανά φασόλια γίγαντες που είχα δεόντως τιμήσει. Ένιωθα λοιπόν πως εκείνη τη στιγμή μόνο ένα τραγούδι θα με έσωζε και αποφάσισα να το πω για να σώσω την κατάσταση «Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης / μέσα σε μια φάση τραγική / Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης / και η σωτηρία μου είσαι εσύ». Έφυγα σφαίρα για την τουαλέτα κι όταν επέστρεψα η Τζίνα δεν ήταν πια στο τραπέζι της. Βρήκα ένα ιδιόχειρο σημείωμα μ’ένα τηλέφωνο κι ένα κάλεσμα «Θα σε περιμένω λίγο μετά τη μία στο Ξενοδοχείο Όνειρα στα Εξάρχεια, δωμάτιο 23 Κολασμένα δική σου, Τζίνα».

Προαιρετικά συνοδεύετε την ιστορία με αυτό