Εκείνο το βράδυ στην Αρχιτεκτονική ήταν διαφορετικό απ’ όλα τα προηγούμενα κι όπως αποδείχθηκε με τον καιρό κι απ’ όλα τα επόμενα τα οποία όμως δεν ήταν και πολλά. Βλέπετε μερικές βραδιές κουβαλάν μαζί τους τον άνεμο της αλλαγής καθώς θα έλεγε και το γνωστό συγκρότημα των Σκορπιών το οποίο έμελλε να δοξαστεί για τις μπαλάντες του, ένα ιδιότυπο μουσικό είδος το οποίο και συνόδευσε αρκετά από τα δημοτικο-γυμνασιακά μας πάρτι για να χορέψουμε μπλουζ όπως λέγαμε τότε αυτόν τον μοντέρνο και τολμηρό χορό που επέτρεπε νόμιμα πλέον να την πέσουμε στα κορίτσα αφού είχαμε προηγουμένως φτιάξει κεφάλι με αρκετή ποσότητα κοκακόλας και σπράιτ γεγονός που μας έκανε ακαταμάχητους εραστές, σαν τον Καζανόβα ένα πράγμα ή τον Μικ Τζάγκερ, μεγάλο ίνδαλμα της εποχής για εμένα αν και τότε τα χρονάκια του τα είχε. Τελειώνοντας τη Δευτέρα γυμνασίου, αρχές της δεκαετίας του 90 δηλαδή κι αφού το πικάπ ξεφυσούσε λαχανιασμένο προειδοποιώντας μας ότι τέρμα ως εδώ έπειτα από τη σχετική παραγγελία ο κύριος Πέτρος μου έφερε το μαύρο μηχάνημα που σαν πιστό σκυλί παίζει ακόμα κι έχει βγάλει πάρτι και πάρτι. Ηχεία, ενισχυτής, κασετόφωνο και φυσικά cd-player όλα ξεχωριστά κομμάτια απολάμβαναν την καθημερινή φροντίδα μου έτσι ώστε να γυαλίζουν κι αυτά με αποζημιώνανε και με το παραπάνω. Έτρεξα στο Μετρόπολις και αγόρασα μία συλλογή του Jimi Hendrix που είχα βάλει στο μάτι από καιρό και σιγά σιγά άρχιζα να εμπλουτίζω τη συλλογή μου με αυτά τα μικρά πραγματάκια που πιάναν λιγότερο χώρο από τους δίσκους και είχαν και καλύτερη ποιότητα στον ήχο αν και οι λάτρεις του αναλογικού ποτέ δεν το παραδέχτηκαν το τελευταίο. Ως σωστός έφηβος λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να μην ακούσω Deep Purple, Led Zeppelin κι όλα αυτά τα συγκροτήματα που μπορούσες να χαρακτηρίσεις τότε ως hard rock ενώ σήμερα κάποιοι επιμένουν να χρησιμοποιούν τον όρο «κλασικό ροκ» χωρίς να το έχω πολυκαταλάβει είναι η αλήθεια αυτό αλλά δε σκοτίζομαι και ιδιαιτέρως, αγάπες είναι αυτές και μην το γελάτε μπορεί να συμβεί και σε σας. Χρόνια αργότερα σαν φοιτητής έμαθα κι εγώ για το περιβόητο αυτό μαγαζί την Αρχιτεκτονική και είπα να το επισκεφτώ διότι υπήρχε και η παρέα που γουστάριζε τέτοια άσματα κι αν μη τι άλλο ο κόσμος συμμετείχε κάτι που μου αρέσει να το βλέπω στα μαγαζιά που πηγαίνω. Έτσι λοιπόν μία Πέμπτη που βαριόμουν να κάνω το οτιδήποτε με πήρε τηλέφωνο ένας φίλος για να πάμε εκεί κι επειδή βαριόμουν περισσότερο να μείνω στο σπίτι πήρα την κούρσα πέρασα από το σπίτι του και ξεκινήσαμε ενώ στο δρόμο μοιραζόμασταν ένα φλασκί με βότκα σμιρνόφ ήταν θαρρώ η κόκκινη ενώ εγώ θα προτιμούσα να είχαμε και λίγο καρνέισον όχι όμως σε συνδυασμό με τη βότκα γιατί δε θα έλεγα ότι ταιριάζουν και πολύ. Φτάσαμε χωρίς να φάμε ιδιαίτερο πήξιμο στο δρόμο και αναζητήσαμε γρήγορα μία θέση στο μπαρ έτσι ώστε να προλάβουμε να παραγγείλουμε πριν αρχίσει το ζωντανό πρόγραμμα γιατί το έχω σε κακό να ξεκινήσει να παίζει η μπάντα κι εγώ να μην έχω αρχίσει το ποτό μου. Σύντομα αντιληφθήκαμε με το φίλο μου το πλήθος των νεαρών κορασίδων που μας κοιτούσαν μ’ένα περίεργο βλέμμα και δεν αργήσαμε να καταλάβουμε το γιατί, είχα μπερδέψει τα παπούτσια μου και φορούσα στο αριστερό πόδι ένα μαύρο all star ενώ στο δεξί ένα κόκκινο χρωματικός συνδυασμός που ταιριάζει μεν αλλά δεν είναι και για κάθε μέρα ή για κάθε νύχτα αν προτιμάτε. Με διάφορα τεχνάσματα πάνω στο σκαμπό προσπαθούσα να κρύψω το δεξί παπούτσι αλλά αυτό φαινόταν πεντακάθαρα από όποια οπτική γωνία κι αν το κοιτούσες. Ήταν ειδικά μία κοπέλα στο απέναντι τραπέζι η οποία είχε καταφανώς πεθάνει από τα γέλια με την καινοτόμα ενδυματολογική μου πρόταση. Πάω και της πιάνω κουβέντα με στόχο να της δημιουργήσω τύψεις.
-Απαίσιο τραγούδι δε συμφωνείς;
-Θα έλεγα ότι μου αρέσει.
-Χαίρομαι που συμφωνούμε, τι πίνεις;
-Γιατί θέλεις να με κεράσεις;
-Όχι! Πουτάνα είσαι;
-Καλά πως μου μιλάς έτσι;
-Κι εσύ πως με κοιτάς έτσι;
-Εεεεεε, δε ξέρω αν το έχεις καταλάβει αλλά εντελώς ενημερωτικά σου λέω ότι φοράς διαφορετικό χρώμα παπούτσια.
-Το έχω παρατηρήσει, άσε δε γίνεται τίποτα.
-Τι εννοείς;
-Ε κάθε φορά το ίδιο μου συμβαίνει, πάντα την πατάω.
-Σοβαρά;
-Να’ταν αυτή η πρώτη φορά ευτυχισμένος θα’μουν.
-Να σου πω την αμαρτία μου εγώ το παθαίνω με κάλτσες καμια φορά.
-Όχι με κάλτσες νομίζω δεν το έχω πάθει ποτέ.
-Και να μην το πάθεις καλύτερα.
Μετά από λίγα ποτά καταλήξαμε στο σπίτι μου όπου έβαλα εκείνο το πρώτο cd του Jimi Hendrix και για την ακρίβεια το κομμάτι νούμερο δέκα. Λίγα λεπτά αργότερα ροχάλιζε σαν ιποππόταμος αλλά είχε κουρνιάσει σε μία γωνιά που δε μου έκανε καρδιά να την ξυπνήσω. Πήγα και την έπεσα στον καναπέ κι όταν ξύπνησα το πρωί ετοίμασα καφέ για δύο. Με ευχαρίστησε και μου ζήτησε συγγνώμη για τη χθεσινή νύχτα αλλά ήταν πολύ κουρασμένη. Της είπα ότι θα μπορούσε να επανορθώσει και μου απάντησε ότι αυτό ακριβώς περίμενε ν’ακούσει. Αργότερα όταν πίναμε τον δεύτερο καφέ που στην ουσία ήταν ο πρώτος με ρώτησε τι ήθελα να μάθω για εκείνη. Της απάντησα «τ’όνομα σου» και έφυγε.
-Απαίσιο τραγούδι δε συμφωνείς;
-Θα έλεγα ότι μου αρέσει.
-Χαίρομαι που συμφωνούμε, τι πίνεις;
-Γιατί θέλεις να με κεράσεις;
-Όχι! Πουτάνα είσαι;
-Καλά πως μου μιλάς έτσι;
-Κι εσύ πως με κοιτάς έτσι;
-Εεεεεε, δε ξέρω αν το έχεις καταλάβει αλλά εντελώς ενημερωτικά σου λέω ότι φοράς διαφορετικό χρώμα παπούτσια.
-Το έχω παρατηρήσει, άσε δε γίνεται τίποτα.
-Τι εννοείς;
-Ε κάθε φορά το ίδιο μου συμβαίνει, πάντα την πατάω.
-Σοβαρά;
-Να’ταν αυτή η πρώτη φορά ευτυχισμένος θα’μουν.
-Να σου πω την αμαρτία μου εγώ το παθαίνω με κάλτσες καμια φορά.
-Όχι με κάλτσες νομίζω δεν το έχω πάθει ποτέ.
-Και να μην το πάθεις καλύτερα.
Μετά από λίγα ποτά καταλήξαμε στο σπίτι μου όπου έβαλα εκείνο το πρώτο cd του Jimi Hendrix και για την ακρίβεια το κομμάτι νούμερο δέκα. Λίγα λεπτά αργότερα ροχάλιζε σαν ιποππόταμος αλλά είχε κουρνιάσει σε μία γωνιά που δε μου έκανε καρδιά να την ξυπνήσω. Πήγα και την έπεσα στον καναπέ κι όταν ξύπνησα το πρωί ετοίμασα καφέ για δύο. Με ευχαρίστησε και μου ζήτησε συγγνώμη για τη χθεσινή νύχτα αλλά ήταν πολύ κουρασμένη. Της είπα ότι θα μπορούσε να επανορθώσει και μου απάντησε ότι αυτό ακριβώς περίμενε ν’ακούσει. Αργότερα όταν πίναμε τον δεύτερο καφέ που στην ουσία ήταν ο πρώτος με ρώτησε τι ήθελα να μάθω για εκείνη. Της απάντησα «τ’όνομα σου» και έφυγε.