Εκείνο το πρωινό έβαλα στο στερεοφωνικό τον αγαπημένο μου τροβαδούρο της αγάπης Γιάννη Πάριο κι ανακάτευα τον πρώτο καφέ της ημέρας ενώ τα τζάμια έτριζαν υπό τους ήχους του τρελού φορτηγού, τραγούδι που οπωσδήποτε ξυπνάει αναμνήσεις, γεγονός που γίνεται εύκολα αντιληπτό από τους στίχους του και μόνο. Στο απέναντι διαμέρισμα η καινούρια γειτόνισσα άπλωνε την καθημερινή της μπουγάδα όπως συνήθιζε να κάνει τις τελευταίες δύο εβδομάδες που την παρακολουθούσα με το τηλεσκόπιο. Στην αρχή νόμιζα πως επρόκειτο περί σπείρας ξεπλύματος βρώμικου χρήματος όμως παρακολούθησα και την παράσταση με την ομάδα Σπείρα Σπείρα του Σταμάτη του Κραουνάκη κι έτσι κάθε υποψία μου διαλύθηκε ενώ είχα ρίξει κι ένα αναβράζων ντεπόν σ’ένα ποτήρι με πορτοκαλάδα γιατί με είχε πιάσει ένας φοβερός πονοκέφαλος από το ξενύχτι της προηγούμενης ημέρας, κατάσταση που όπως αντιλαμβάνεστε δε μπορούσε να συνεχιστεί για ολόκληρη την υπόλοιπη μέρα αν και γενικά έχω την τάση ίσως και το βίτσιο όπως θέλετε πέστε το να κάθομαι με τον πονοκέφαλο σε στάση διαλογισμού ώσπου να εξαφανιστεί τελείως. Είναι ένα από τα ζόρικα κόλπα των Ινδιών αυτά όπως θα έλεγαν και οι αδερφοί Κατσιμίχα ή οι αδερφοί Κατσάμπα δε θυμάμαι τώρα ακριβώς ποιοι το είπαν πρώτοι αλλά σιγά τη διαφορά, το κομμάτι παραμένει κλασικό και με αφορμή αυτή μου τη σκέψη τσίμπησα κι ένα κομμάτι από το κέικ της προηγούμενης εβδομάδας που είχε γίνει σκληρό σαν πέτρα κι άρχισα να το ροκανίζω λες και ήταν βελανίδι ενώ μία άλλη χρήση θα μπορούσε να είναι και αυτή της ελαφρόπετρας κάτι όμως που το σκέφτηκα με μία καθυστέρηση, σχεδόν τόση όση χρειάστηκε και η ΑΕΚ για να πετύχει γκολ με τον Ιωνικό όμως εγώ στάθηκα λιγότερο τυχερός κι έτσι όλα τα προγνωστικά μ’έφεραν σε μία δεινή θέση κάτι που δε θα μπορούσα να παραδεχτώ όντας επηρεασμένος από το Jimi Hendrix, τον Bob Dylan και τον MC Hammer, γνωστούς συντρόφους στα μεγάλα όργια που διοργανώναμε υπό την αιγίδα του υπουργείου πολιτισμού ενώ μια βραδιά με καταιγίδα ο σύντροφος Αντύπας τραγούδησε για εμάς κι εμείς τον αποθεώσαμε με το δικό μας μοναδικό τρόπο όπως ακριβώς θα έλεγε και ο Πασχάλης «Αγαπώ τον τρόπο που χτυπά η καρδιά σου και τα δύο στρογγυλά όμορφα γλυκά νεφρά σου» ενώ η Άννα Καλουτά σε μια ακαπέλα εμφάνιση στο σαλούν ακαπούλκο τραγουδούσε «Στην αγκαλιά μου απόψε σαν άστρο κοιμήσου» και ο Μάρκος Βαμβακάρης έκανε τη δεύτερη φωνή παραφράζοντας λίγο τους στίχους και τραγουδώντας «Στην αγκαλιά μου απόψε σαν βόδι κοιμήσου, έφαγες δύο μπριζόλες και μια νεφρεμιά» μ’ένα κοινό το οποίο κυριολεκτικά παραληρούσε, παραμιλούσε και εύκολα έβγαζε κανείς το συμπέρασμα ότι παραγνωριστήκαμε. Ήταν τότε που άλλαξα τον Πάριο κι έβαλα το Tune Up του Sonny Rollins και στο καπάκι Αννούλα Βίσση Όσο έχω φωνή θα στο τραγουδάω με απώτερο σκοπό να πάω να κουρευτώ στο Γιάννη το Σφαγέα, φήμη που επιβεβαίωσε γι’άλλη μία φορά και με έκανε να μοιάζω σα νεοσύλλεκτο. Λοιπόν αυτός ο άνθρωπος σε κουρεύει σωστά μία στις τρεις. Γιατί κρατάει αυτό το ρεκόρ; Λειτουργεί με τον εξής τρόπο: Έστω ότι έχεις πάει μία φορά και δε σου έχει κάνει και το καλύτερο κούρεμα αλλά ούτε και το χειρότερο. Αποδεδειγμένα την επόμενη φορά θα σε ρωτήσει «Όπως και την προηγούμενη;», εσύ θα απαντήσεις «Ναι αλλά μην τα πάρεις πολύ» και στο τέλος φεύγεις με το χαρτί της κατάταξης και σε περιμένουν στην πύλη για να χρεωθείς ρουχισμό και τα λοιπά. Την επόμενη φορά λοιπόν η οποία είναι και η τρίτη στη σειρά πας και του τα ψέλνεις του τα χώνεις κοινώς και σε φτιάχνει γαμάτο. Ε μετά αρχίζει πάλι το σκηνικό με «όπως την προηγούμενη φορά;» και πάει λέγοντας. Μετά σειρά είχε ο οδοντίατρος για τον καθιερωμένο εξαμηνιαίο καθαρισμό ο οποίος τυγχάνει και εραστής πρώτης εξαδέλφης οπότε τον προτιμάω διότι και με προσέχει παραπάνω αλλά κυρίως δίπλα από το ιατρείο έχει μια μπυραρία κι ενώ στην αρχή σκεφτόμουν να πηγαίνω πριν το καθαρισμό εκεί, θεώρησα πως δεν είναι ευγενικό κι έτσι φροντίζω και πηγαίνω πάντα μετά. Στον ίδιο όροφο με το οδοντιατρείο είναι και ένα φροντιστήριο και κάθε μέρα βρίσκει μηνύματα μάλλον από μαθητές και μαθήτριες του στυλ «Γιατρέ το αγόρι μου θέλει να τα καταπίνω, πείτε μου το σπέρμα χαλάει τα δόντια μου;» ή «Γιατρέ όταν κάνω τσιμπούκι με πονάν τα δοντάκια μου τι να κάνω;» και είναι κάτι τέτοιες περιπτώσεις που αντιλαμβάνομαι το τεράστιο χρέος μα και συνάμα την ανυπολόγιστη ευθύνη του για τη νεολαία μας την οποία βασανίζουν βαθύτατα υπαρξιακά ζητήματα γι’αυτό κι εγώ του βάζω στο στέρεο την αγαπημένη του Νατάσα (Θεοδωρίδου όχι Παζαΐτη) και χτυπάω παλαμάκια για να ρίξει την ζεμπεκιά του ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που για να του ανεβάσω την ψυχολογία πετάω ένα Born to be Alive και παίρνει η πίστα φωτιά. Τα κλαρίνα ο φλώρος δεν τα πολυγουστάρει αλλά έχω οργανώσει πρόγραμμα ταχύρρυθμης εκμάθησης σαρακατσάνικων ασμάτων και πιστεύω ότι σύντομα θα τον πάω και στα κλαρίνα για να καταλάβει κι αυτός ο καψερός τι πάει να πει διασκέδαση. Στο τέλος για να πέσουν οι τόνοι το γυρνάμε σε Εντιθ Πιαφ και πίνουμε από ένα ωραίο λικεράκι που έχει φέρει από τη Γαλλία για να ζεσταθεί το κοκαλάκι μας αλλά κυρίως για να κάνω εγώ προσωπικά ένα ζέσταμα πριν τη μπυραρία διότι δε λέει να πάω απροπόνητος θα πάθω καμία κράμπα στο λάρυγγα και δε λέει να μείνω εκτός γηπέδων. Ρίξε στο λαρύγγι μπύρα να πυρποληθώ λοιπόν και κλείνοντας θα ήθελα να εκφράσω τη βαθύτατη ευγνωμοσύνη μου στον οραματιστή, τον ιδεολόγο, τον άνθρωπο και καθοδηγητή στη ζωή Γιάννη Βαλαώρα.