Δύο χρόνια μετά τη μετακόμιση στο καινούριο σπίτι και ήταν η περίοδος που έκανα μαθήματα για την απόκτηση διπλώματος, λίγο καθυστερημένα βέβαια αλλά ερχόταν η αλλαγή στο σύστημα εξέτασης κι έτρεχα για να προλάβω. Παράλληλα με τα μαθήματα έπαιζα και μανιωδώς «Need for Speed» έτσι ώστε να είμαι πανέτοιμος για να αντιμετωπίσω οποιαδήποτε δυσκολία θα μου παρουσιαζόταν στο δρόμο. Ο καιρός μάλλον ζεστός καθότι μήνας Σεπτέμβριος κι εγώ αφοσιωμένος στο παιχνίδι είχα πωρωθεί γιατί είχα φτάσει σε πίστα που δεν είχα ξανασυναντήσει τις προηγούμενες ημέρες. Την αγωνιστική μου αμφίεση άσπρο σώβρακο μινέρβα - λαστιχένια παντόφλα οικοδομής με το πόδι απ’ έξω συμπλήρωνε ο απαραίτητος φραπές. Τα χέρια μου κολλημένα στο πληκτρολόγιο, το είχαν σχεδόν λιώσει όταν πέφτει απότομα το ρεύμα ενώ χωρίς να έχω καμία διάθεση μεσημεριάτικα βρέθηκα να χορεύω στους ρυθμούς του εγκέλαδου. Τα ουρλιαχτά της μάνας μου δε με πτόησαν, ακόμη και στο μισό ρίχτερ έτσι θα έκανε αλλά όλη αυτή η βοή, η διάρκεια και κάτι πράγματα που άκουγα να πέφτουν στο σαλόνι χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω τι με έκαναν ν’ανησυχήσω. Εγώ με το ένα χέρι κρατούσα την οθόνη και τον εκτυπωτή, ενώ με το άλλο τα ηχεία και την κεντρική μονάδα. Ο σεισμός σταμάτησε προς στιγμήν και η μάνα μου έτρεξε κάτω σφαίρα φωνάζοντας σε μένα και την αδερφή μου να την ακολουθήσουμε. Εγώ φρόντισα να φτιάξω ένα ασφαλές καταφύγιο για τον υπολογιστή, έβαλα και κάτι μαξιλάρια και κουβέρτες για προστασία και πήγα να ντυθώ. Αφού αμφιταλαντεύτηκα για λίγο όσον αφορά το χρώμα της βερμούδας, φόρεσα και τα παπούτσια μου τα οποία ενώ γενικά τα φορούσα με άλυτα τα κορδόνια εκείνη την ημέρα κάθισα και τα έδεσα, ίσως ο φόβος για την καταστροφή να με οδήγησε σε αυτήν την κίνηση, δε ξέρω, ίσως. Μία ώρα αργότερα, στις τέσσερις δηλαδή είχα μάθημα με το δάσκαλο οδήγησης στον οποίο και τηλεφώνησα για να δούμε τι θα κάνουμε. Ως τότε δεν είχα αντιληφθεί το μέγεθος των ζημιών γιατί τα σπασίματα που άκουσα από το σαλόνι ήταν τελικά μερικά μπιμπελό πολύ μικρά που ακόμα και ο αέρας μπορεί να τα ρίξει κάτω. Μου είπε ότι όλοι οι υπόλοιποι το είχαν ακυρώσει αλλά εγώ του είπα να έρθει γιατί θα βαριόμουν στο σπίτι. Κατέβηκα κάτω και η μάνα μου ανακουφίστηκε ενώ λίγη ώρα αργότερα ήρθε και ο πατέρας μου που δεν είχε καταλάβει τίποτα γιατί περπατούσε. Γενικά ήταν όλος ο κόσμος έξω και μπορούσες να πεις ότι υπήρχε μια ομοψυχία που συνεχίστηκε μέχρι το βράδυ. Άλλοι έφτιαχναν καφέδες, άλλοι έψηναν λουκάνικα κι άλλοι δεν έκαναν τίποτα. Ένας φίλος που είχε ψιλικατζίδικο όλη εκείνη τη νύχτα πούλησε όλες τις προμήθειες που θα ανανέωνε το Σαββάτο. Κάναμε βόλτες στις γειτονιές, σπίτια με ρωγμές είδαμε αλλά γκρεμισμένο κανένα, υπήρχαν πάντως απλά δε μπορούσαμε να πάμε σε όλες τις γειτονιές. Είχε ενδιαφέρον όλη αυτή η αντίδραση του κόσμου που γίνεται ένα όπως μεγάλο ενδιαφέρον είχε και το μάθημα με το δάσκαλο, ένα νεαρούλη, μεγάλο αλάνι που πάθαινε αμόκ κάθε φορά που έβλεπε ωραία γυναίκα στο δρόμο. Ήρθε κατά τις τέσσερις και ξεκινήσαμε. Όλος ο κόσμος εκείνη τη στιγμή ήταν έξω γιατί είχε περάσει μόλις μία ώρα από το σεισμό ενώ υπήρχαν και οι μετασεισμικές δονήσεις και κανείς δε ρίσκαρε να μπει μέσα στους τοίχους. Ο δάσκαλος έπαθε την πλάκα της ζωής του. Όλες οι νεαρές ήταν στους δρόμους με ότι αμφίεση μπορούσες να σκεφτείς. Από πιτζάμες μέχρι νυχτικά και φουστανάκια. Κοινώς φόρεσαν ότι βρήκαν μπροστά τους και βγήκαν. Ή βγήκαν όπως ήταν, καμία διαφορά δεν έχει. Η πιο κλασική ατάκα της διαδρομής ήταν «Μα καλά είχαμε τέτοιες γυναίκες στη γειτονιά και δεν τις είχα πάρει πρέφα;» ενώ τα «ωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωω» έδιναν κι έπαιρναν. Εκείνη τη μέρα δε μου χρέωσε το μάθημα και φυσικά δύσκολα θα το ξεχάσει κάποιος από τους δύο μας. Όταν ο Άσιμος έλεγε ότι μόνο ένας σεισμός μας σώζει κάτι ήξερε.