Οι συγκυρίες με οδήγησαν χθες σ΄ένα μέρος όπου κυριολεκτικά βγήκα από τα ρούχα μου. Είχα πάει άλλη μία φορά, πιο νωρίς όμως κι έτσι δεν είχα παρατηρήσει τίποτα από τα μυστήρια που συνέβησαν χθες το βράδυ. Η πρώτη δυσάρεστη έκπληξη ήταν η τσουχτερή είσοδος των δεκαπέντε ευρώ για ένα ποτό με την επισήμανση της βασίλισσας της εισόδου ότι δεν σερβίρεται καφές σ’ένα μαγαζί που πριν τις 9 λειτουργεί σαν καφετέρια. Ε μετά το στιλάκι αλλάζει και γίνεται κυριλέ μπαράκι κατά πως φαίνεται. Βρίσκουμε λοιπόν την παρέα που μας περίμενε και καθόμαστε μαζί τους στο τραπέζι. Σερβιτόρο ψάχναμε, σερβιτόρο δε βρίσκαμε κι όταν κάποια στιγμή πετύχαμε έναν άρχισε ναι φαίνεται ότι η βραδιά δε θα συνεχιζόταν καλά. Ας κάνω όμως μια διευκρίνιση. Το συγκεκριμένο μαγαζί το βράδυ λειτουργεί με κρατήσεις στα τραπέζια και όλα τα υπόλοιπα που ήταν τριγύρω μας ήταν άδεια και περίμεναν τους ρεζερβάντηδες. Τα παιδιά που βρήκαμε στο μαγαζί δεν είχαν κάνει κράτηση απλά ξέμειναν εκεί από πιο νωρίς που πας ελεύθερα χωρίς πολλούς περιορισμούς (θέλω να ελπίζω). Του δίνουμε την παραγγελία κι έρχεται μετά από μισό λεπτό ο τύπος ο οποίος μας λέει ότι επειδή το τραπέζι είναι ρεζερβέ και θα μας σηκώσουν σε λίγο δε μπορεί να πάρει παραγγελία και φεύγει. Σκέφτηκα ότι αν μας έφερνε τα ποτά και μας έλεγε όταν θα μας σηκώνανε να μεταφερθούμε στο μπαρ με τα ποτά στο χέρι τι πρόβλημα θα υπήρχε αλλά δεν κατάφερα με το φτωχό μου το μυαλό να βρω κάτι. Υπήρξε μία ανησυχία κι ένας προβληματισμός για το τι θα κάνουμε και προχωρήσαμε στο σχέδιο Β. Πήγαμε και πήραμε τα ποτά από το μπαρ κι επιστρέψαμε στο τραπέζι. Είκοσι λεπτά αργότερα ήρθε η βασίλισσα των τραπεζιών να μας σηκώσει. Της λέμε ευγενικά ότι αφού όλα τα τραπέζια είναι άδεια και καμία κράτηση δεν έχει έρθει ακόμη, τι ενοχλούμε να κάτσουμε να τελειώσουμε τα ποτά μας εκεί σαν άνθρωποι; Κέρβερος αυτή, μας είπε ότι πρέπει να στρώσουνε το τραπέζι και είναι το μόνο άστρωτο και δε μπορεί να είναι έτσι. Πράγματι σοβαρή δικαιολογία όταν το στρώσιμο περιλαμβάνει ένα πέρασμα με το βιτέξ, τοποθέτηση ποτηριών κι ενός μπουκαλιού εμφιαλωμένου νερού. Μιλάμε για διαδικασία η οποία θέλει ένα μισάωρο χαλαρά κι αυτό από εκπαιδευμένους σερβιτόρους και μόνο. Δεν είναι δουλειά που μπορεί να την κάνει ο οποιοσδήποτε. Πάμε και καθόμαστε σε μία μπάρα λοιπόν η μία μεριά της οποίας ήταν γεμάτη, η άλλη η οποία έβλεπε προς τα τραπέζια ήταν πιο στριμόκωλη κι επομένως άδεια οπότε όπου μπορέσαμε καθίσαμε. Ε τι στο διάολο ελπίζαμε ότι μετά απ’όλα αυτά θα μπορούσαμε να πιούμε το ποτό μας άνετα. Αμ δε! Έρχεται σε κάποια φάση άλλη μία βασίλισσα του σερβιρίσματος να μας πει να πάρουμε τα μπουφάν από τη γωνία της μπάρας γιατί ενοχλούν. Εύλογη η απορία το ποιον ενοχλούν διότι μόνο εμείς καθόμασταν σ’εκείνο το σημείο. Μας έδειξε 4 άτομα τα οποία ήταν της παρέας μας και προφανώς δε μπορούσαν να χωρέσουν όλοι στο ίδιο σημείο της μπάρας. Όχι ενοχλούσαν και μετά από αυτή τη διευκρίνιση, άγνωστο ποιον, την απορία ακόμη την έχω όπως επίσης είχα και μία διάθεση να την πνίξω. Κι ακόμη την έχω δηλαδή. Τέλος ήρθε μια άλλη βασίλισσα να μας πει να περάσουμε από την έξω μεριά της μπάρας γιατί εκεί που καθόμασταν ήταν χώρος τραπεζιών. Άδειων τραπεζιών βέβαια αλλά μπορεί να ήμασταν σε φάση έκτης αίσθησης με πελάτες που δεν είχαμε αντιληφθεί. Όλοι όσοι ήρθαν να μας μιλήσουν είχαν μια μύτη μέχρι το ταβάνι και ήταν αγενέστατοι όσο δεν πάει άλλο. Λες και μας έκαναν και χάρη που πίναμε το ποτό μας στο μαγαζί που δουλεύουν. Γιατί αν δεν το έχουν πάρει χαμπάρι απλοί υπάλληλοι είναι αναλώσιμοι που το αφεντικό βάζει τα κοριτσάκια να ντύνονται αναλόγως για να τραβούν το μάτι του πελάτη και του χρόνου που ο πελάτης θα θέλει να βλέπει νέα πρόσωπα θα πάρουν πόδι από εκεί. Πάντως τώρα που το σκέφτομαι δε μας έκαναν παρατήρηση για το πόσο συχνά αναπνέουμε ή με τον τρόπο που κρατάμε τα ποτήρια, για τα τετραγωνικά που πιάνουμε αν έχουμε πολύ ανοιχτά τα πόδια μας άρα δεν δικαιούμαι να κάνω παράπονα. Δε με θες στο μαγαζί σου κύριε; Πες το μου από την αρχή γιατί εγώ με όλη αυτή τη συμπεριφορά δε μπορώ να καταλάβω κάτι άλλο παρά το ότι είμαι ανεπιθύμητος. Αν δε με θες εσύ μία δεν έρχομαι εγώ δέκα. Α ναι το μαγαζί ήταν το ENVY στην Πολιτεία, τόσος φθόνος πια!