Thursday, January 19, 2006

Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;

Ο οποίος γιόρταζε κιόλας χθες, είχε την τιμητική του λοιπόν αλλά όχι μόνο αυτός, δε θα πρέπει να ξεχνάμε και τις Αθανασίες οι οποίες απαντώνται συχνά και ως Σούλες και μπορεί μεν συνειρμικά να σκεφτόμαστε όλοι τις τσούλες αλλά σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να εξάγουμε το εσφαλμένο από κάθε άποψη συμπέρασμα ότι μία Σούλα είναι Τσούλα άσχετα αν αυτό δεν απέχει πάντα πολύ από την πραγματικότητα. Κρίνεται απαραίτητο στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσουμε το ότι μία Τσούλα μπορεί να έχει και παραπάνω του ενός ονομάτων και κανένα από δαύτα να μην είναι Σούλα. Και αναφέρω όλα τα παραπάνω με αφορμή το παρακάτω γεγονός. Επιστρέφω σπίτι από μία όχι και τόσο κουραστική ημέρα αλλά η προηγούμενη ήταν διότι λίγο η δουλειά, λίγο τα παρελκόμενα, λίγο οι γιορτές, από τις έξι το πρωί που σηκώθηκα για το άρμεγμα έφτασα σπίτι στη μία και κάτι το βράδυ και στις έξι ματασηκώθηκα και ήταν τότε που είχε ξημερώσει 19 του Γενάρη όπου έκλεισα ένα δωδεκάωρο έξω και στις έξι και κάτι φορούσα τις ωραίες πλουμιστές με τα κεντίδια τους πιτζαμούλες μου και πήγα ν’απολαύσω μία από τις καθημερινές χαρές του ανθρώπου. Τότε ήταν που χτύπησε το τηλέφωνο και το ρεζουμέ της υπόθεσης είναι ότι έπρεπε να πάω σε αυτόν που με κάλεσε να πάρω μία υπεύθυνη δήλωση, να την πάω στην αστυνομία για να θεωρήσω το γνήσιο της υπογραφής και να του το ξαναεπιστρέψω και όλα αυτά μέχρι την ογδόη βραδυνή, χρόνος αρκετός για τις αποστάσεις αυτές. Ας παρακάμψουμε το υπόλοιπο μέρος της διήγησης κι ας φτάσουμε έξω από το αστυνομικό τμήμα όπου πάρκαρα και γεμάτος χαρά μπήκα για την επικύρωση. Αυτά τα πράγματα τα κάνει ο αξιωματικός υπηρεσίας που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ένας νεαρούλης, πιθανότατα πρόσφατα αποφοιτήσαντας από την αντίστοιχη σχολή χωρίς μεγάλη εμπειρία, χωρίς τα χρόνια να τον έχουν κάνει να βαρεθεί και τη ζωή του και λογικά χωρίς συντηρητικές ιδέες για την τάξη και την ασφάλεια των πολιτών. Έτσι σκέφτηκα δηλαδή εγώ. Μπροστά μου υπήρχε μια ουρά για επικυρώσεις της τάξης των τριών ή τεσσάρων ατόμων η οποία υπομονετικά περίμενε για να εξυπηρετηθεί χωρίς να δυσανασχετεί ή οτιδήποτε άλλο. Και τότε έρχεται η έκρηξη του μάγκα. «Καλά το πρωί στο ΚΕΠ δε μπορείτε να πάτε για τις επικυρώσεις;». Κοίταξα γύρω μου και είδα ότι ήμουν ο μικρότερος σε ηλίκια οπότε ενδεχομένως ο νεαρούλης να σκέφτηκε ότι δεν εργάζομαι και η μπάλα τους πήρε όλους. Εμείς του απαντήσαμε ευγενικά ότι το πρωί εργαζόμαστε και ότι σε κάθε περίπτωση δεν είναι σωστό να δυσανασχετεί επειδή κάνει τη δουλειά για την οποία πληρώνεται. Αυτός επέμεινε και ρώτησε αν δουλεύουμε όλοι κι εμείς του απαντήσαμε εξίσου ευγενικά ότι ναι όλοι δουλεύουμε αλλά και να μη δουλεύαμε δε θα είχε διαφορά γιατί καλώς ή κακώς είναι η δουλειά του. Κι εμένα δε μου αρέσει όταν έχει πέσει το ρεύμα στο κτίριο να με φωνάζουν για να τους φτιάξω τον υπολογιστή επειδή δεν ανοίγει, ούτε όταν ένα απλό βύσμα έχει φύγει από τη θέση του επειδή το πλακώνουν τσάντες, κορνίζες και ότι μπορεί να φανταστεί άνθρωπος και πρέπει μόνο ένας άνθρωπος με δύο διδακτορικά και πέντε μάστερ να το ξανασυνδέσει αλλά πρέπει να το κάνω και να χαμογελάω και ηλίθεια όταν λένε γι’αυτά τα παλιοπράγματα που τους έχουν κάνει τη ζωή δύσκολη και πόσο πιο εύκολα και απλά ήταν με τα χαρτιά και ότι εγώ δεν τα έχω ζήσει και δεν τα ξέρω. Και ούτε θέλω να τα μάθω μεταξύ μας αλλά όπως η δουλειά μου έχει τα ενδιαφέροντα κι ευχάριστα πράγματα έχει και τα ανιαρά. Τον τύπο χαλαρά κάποιος τον καταράστηκε γιατί όταν έφευγα πλάκωσε ένα μπούγιο για θεωρήσεις που θα τον κρατούσε απασχολημένο για μπόλικη ώρα. Τελικά μπάτσος γεννιέσαι και γίνεσαι όπως λέμε είσαι και φαίνεσαι.