Wednesday, November 30, 2005

Το όνειρο του Διαμαντή

Η πρωινή ομίχλη, συνηθισμένο φαινόμενο για την περιοχή εκείνη δε μας εμπόδισε να ξεκινήσουμε την προγραμματισμένη εκδρομή στα κοντινά χωριά του Ολύμπου που’χαν από μέρες φορεμένα τα νυφικά τους. Φορτώσαμε με τ’απαραίτητα το αμάξι και ξεκινήσαμε με το χάρτη μονίμως απλωμένο στα πίσω καθίσματα ενώ η νευρικότητα μας αντικατοπτριζόταν πλήρως από το κλειστό ραδιόφωνο και τα τσιγάρα που καπνίζαμε το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο σαν αραπάδες που θα έλεγε και η γιαγιά μου. Γύρω στις δέκα το πρωί το τοπίο είχε καθαρίσει εντελώς και ο ήλιος ξεπρόβαλλε δειλά - δειλά στον ουρανό. Άνοιξα το παράθυρο να φύγει η κάπνα κι ο κρύος αέρας μ’έτσουξε σαν χτύπημα. Σταματήσαμε στο πρώτο χωριό για τυρόπιτες, θέλαμε να φτάσουμε όσο πιο ψηλά μπορούσαμε εκείνη τη μέρα κι έτσι το αμάξι γέμισε ψίχουλα. Προσπαθούσα να μένω συγκεντρωμένος στο τιμόνι μα ο νους μου συνεχώς ταξίδευε πιο μακριά και γρήγορα από εμένα. Στο επόμενο χωριό θα κάναμε στάση το είχα αποφασίσει. Βρήκαμε ένα φτηνό πανδοχείο και αφήσαμε τα πράγματα μας. Κάναμε μία βόλτα στο χωριό και γυρίσαμε για να κοιμηθούμε. Το απόγευμα κάθισα να γράψω το ημερολόγιο μου και να συμπληρώσω τα τεφτέρια με τα έξοδα. Το βράδυ πήγαμε στην τοπική ταβέρνα-μπαρ-ψησταριά και κάτσαμε δίπλα σε μια ξυλόσομπα. Ο ταβερνιάρης έψηνε λουκάνικα και η τσίκνα είχε περικυκλώσει όλο το χωριό σαν πέπλο θαρρείς που σε προκαλούσε να το ξεσκεπάσεις. Έπιασα ένα μπουζούκι που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο και οι λιγοστοί θαμώνες δεν άργησαν να μερακλώσουν. Μας κέρασαν τσίπουρο με γλυκάνισο και κρασί που έσβηνε το κάψιμο από τα πικάντικα πρασάτα λουκάνικα ενώ μία βαριά σκιά πλησίασε το τραπέζι μας και με ρώτησε αν ήξερα ένα τραγούδι. Πειραματίστηκα λίγο μα έπιασα το σκοπό του και η κρυστάλλινη φωνή του αντήχησε σ’όλο το μαγαζί που η χαρά του σβηνόταν όπως και το χωριό από το χάρτη. Κάποιος έφυγε βιαστικά και γύρισε με δύο αντρόγυνα, τα πιο νέα του χωριού, γύρω στα τριάντα οι άντρες, πέντε-έξι χρόνια μικρότερες οι γυναίκες. Είχαν ν’ακούσουν ζωντανά μουσική από το καλοκαιρινό πανηγύρι και γέλασε το χείλι τους. Ήρθαν και κάθισαν στο διπλανό τραπέζι, μας κέρασαν κι αυτοί κρασί και λουκάνικα. Έβγαλα το πουλόβερ μου, το ένιωθα να με πνίγει από τη ζέστη και προσπάθησα να παίξω μερικά απ’ τα μοντέρνα. Ένας μπάρμπας με ρώτησε αν ήξερα παίζω κλαρίνο, είχα παιδέψει κάποτε ένα βασανισμένο σαξόφωνο και του είπα ότι μπορώ να προσπαθήσω. Έβαλε στα πόδια του φτερά και μου έφερε μια πολυτελή δερμάτινη θήκη που φάνταζε τόσο αλλόκοτη σε αυτό το μέρος. Σύνθεσα τα κομμάτια του κι άρχισα να φυσάω προσπαθώντας να συνηθίσω τις ιδιαιτερότητες του. Έπειτα από λίγο άρχισαν να βγαίνουν οι πρώτες νότες. Μου έβαλαν μία κασέτα στο μαγνητόφωνο για να πιάσω μερικά τραγούδια. Χιονισμένο το τοπίο έξω κι εγώ άρχισα το «Κώσταμ’ τα χιόνια λιώσανε», ο μπάρμπας δάκρυσε κι ακούμπησε το αυτί του στο κλαρίνο. Σε λίγο όλοι οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού είχαν ειδοποιηθεί και η ταβέρνα ασφυκτιούσε. Φύγαμε το επόμενο μεσημέρι φορτωμένοι με πίτες, λουκάνικα, τσίπουρο, κρασί κι ένα κλαρίνο. Δεν πήγαμε παραπάνω, γυρίσαμε θαρρείς από ένα ταξίδι στο χρόνο κι από τότε δε ξαναμιλήσαμε για το χωριό αυτό, κοιτάμε μοναχά το κρεμασμένο κλαρίνο στον τοίχο και περιμένουμε κάποιον μοναχικό ταξιδιώτη να το πιάσει στα χέρια του.