Friday, November 25, 2005

Ο έρωτας στα χρόνια της πρέζας

Στο μπούτι μου απόψε ένας έρωτας με πόνεσε περισσότερο από πολλά χτυπήματα στ’αρχίδια. Στην καθιερωμένη πια διαδρομή προς τον Πειραιά μπήκαν δύο άρρωστα παιδιά κι ένας πρώην φυλακισμένος. Πρώτα κατάλαβα το φυλακισμένο και γύρισα πολλά χρόνια πίσω όταν ένα βράδυ καθώς γυρνούσα σπίτι μπαίνει ένας τύπος και κάθετε ακριβώς μπροστά μου με τέτοιο τρόπο ώστε εγώ να βλέπω την τεράστια πλάτη του. Ήταν ένας ψηλός και γεροδεμένος άντρας που φορούσε ένα μακρύ παλτό. Εγώ καθόμουν στο βαγόνι από την άκρη που δεν έχει καθίσματα κι έτσι μπορείς να στηρίξεις την πλάτη σου αν κάθεσαι όρθιος. Μόλις ξεκίνησε το τρένο η βροντερή φωνή του άρχισε να λέει ότι αποφυλακίστηκε πριν από μία εβδομάδα και ζητούσε λεφτά για να φάει καμία μακαρονάδα. Θα με σφάξει σκέφτηκα και λούφαξα περισσότερο στη θέση μου. Για καλή μου τύχη δε γύρισε προς το μέρος μου και συνέχισε εμπρός. Αργότερα όταν το τρένο έγινε σχεδόν καθημερινό μέσο μετακίνησης άρχισα να συνηθίζω με την ιδέα των διάφορων ταξιδιωτών και θεώρησα υπερβολική τη σκέψη μου για το σφάξιμο, άλλωστε ένα μικρό παιδάκι ήμουνα το πολύ πολύ να με έπαιρνε για όμηρο. Μια άλλη φορά πέτυχα έναν τύπο που βρομοκόπαγε κρασί και ήθελε να κοιτάξει κάτι σημειώσεις που κρατούσα. Όταν είδε τα ολοκληρώματα το μάτι του γυάλισε κι άρχισε να με ρωτάει διάφορα πράγματα. Παρόλο που ήταν τύφλα στο μεθύσι φαινόταν ότι το κατείχε το ζήτημα κι έμαθα αργότερα ότι ήταν και οικονομολόγος ή έτσι δήλωνε τουλάχιστον. Πάντως από ολοκληρώματα ήξερε. Μου είχε προτείνει να μου κάνει και μάθημα και εγώ αντί να τον πληρώνω να βάζω τον καφέ και τα τσιγάρα. Δεν τον έχω ξαναδεί από τότε και πάντα είχα την περιέργεια αν θα τον πετύχω. Γενικά στο τρένο μπορείς να πετύχεις διάφορους που γενικά τους λυπάσαι αλλά τα σημερινά παιδιά δε ξέρω αν ήταν για λύπηση. Δε ξέρω καν για τι ήταν. Η κοπελίτσα ήρθε και κάθισε δίπλα μου και ζήτησε στον κύριο απέναντι της χρήματα. Μόνο σ’εκείνον σε κανέναν άλλον. Μία ταλαιπωρημένη φυσιογνωμία που νόμιζες ότι κουβαλούσε όλα τα βάρη πάνω του. Της έδωσε. Το παλικάρι έπινε μια μπύρα, μιλούσε με την κοπέλα και της έλεγε ότι θα τον κρατήσει μέχρι τις έξι. Το πάτωμα γέμισε χοντρές σταγόνες και η μυρωδιά της μπύρας σκορπίστηκε στο βαγόνι. Της έλεγε να τ’αφήσει όλα πάνω του. Μετά της είπε ότι είναι όμορφη κι εκείνη του είπε ότι είναι χάλια, ειδικά σε σχέση με το πως ήταν πριν. Εκείνος της είπε ν’αφήσει πίσω το παρελθόν αλλά που να βρεις το μέλλον στην πρέζα ρε γαμώτο; Ήρθε απέναντι μου και της ζήτησε το χέρι, δεν άκουσε, της το είπε άλλες δύο φορές, του το έδωσε και της ζήτησε το άλλο. Τα χέρια τους τώρα ήταν πάνω στο μπούτι μου, άρχισε να κλαίει, της είπε να μην τον κοιτάει. Θλιμμένα μάτια ένα βήμα πριν το θάνατο.