Έχω ξαπλώσει για έναν μεσημεριανό υπνάκο από αυτους τους καλούς που κρατάνε τουλάχιστον τρεις ωρίτσες αλλά ποτέ πάνω από πέντε. Δεν έχουν περάσει πάνω από δεκαπέντε λεπτά απ' την ώρα που έχω αρχίσει να νιώθω τη χαλάρωση να με κυριεύει και ακούω τον ήχο του κουδουνιού. Πετιέμαι και βλέπω από το θυροτηλέφωνο μια νεαρά κορασίδα. "Κάποιος μου έκανε δώρο βίζιτα!" σκέφτηκα και με όσο πιο λάγνα φωνή μπορούσα είπα ένα "Παρακαλώ;" το οποίο από μόνο του έλεγε πολλά. "Για τη μείωση του σταθερού τηλεφώνου" μου είπε και άναψαν τα λαμπάκια μου. Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου αλλά προσπάθησα να σκεφτώ ψύχραιμα. Τσέλιγκα δεν έχεις πολύ χρόνο στη διάθεση σου, είπα από μέσα μου ενώ απ' έξω μου με την ίδια λάγνα φωνή της έλεγα να περάσει στον έκτο αλλά να μη χρησιμοποιήσει το ασανσέρ γιατί έκανε μερικές διακοπές σήμερα κι έχουμε φωνάξει το συνεργείο για επισκευή. Τρέχω στη ντουλάπα με τα χειμωνιάτικα και βρίσκω ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες από αυτές που μας είχαν δώσει στο στρατό. Τη βάζω μέσα από το σώβρακο και πραγματικά μένω ακόμη κι εγώ έκπληκτος από το φούσκωμα που σχηματίζεται. βγάζω το φανελάκι μου και τρέχω στην κουζίνα. Καθαρίζω ένα αγγουράκι άξιο αναφοράς για το μέγεθος του και το ταράζω στη σαντιγύ. Πράξη τρίτη και τελευταία. Ένα σιντί του Μπετόβεν στο στερεοφωνικό και άνοιγμα της πόρτας για την υποδοχή. Ο ήχος από τα τακούνια στις σκάλες με έκανε να σκεφτώ "πρέπει να σου βγήκε η γλώσσα μωρή καριόλα" και όντως την εία να ξεπροβάλλει ελαφρώς αναψοκοκκινισμένη και προσπαθώντας να δείξει ότι δε συμβαίνει και τίποτα. Χαμογελώ και λέω "Πριν αρχίσουμε να κεράσω ένα δροσερό νεράκι;", "Αν έχετε την καλοσύνη" μου απαντά και της κάνω νόημα να περάσει. Κατευθύνομαι στην κουζίνα ενώ εκείνη στέκεται όρθια και δεν πάει να καθίσει στον καναπέ. Βγάζω από την κατάψυξη κάτι παγωτίνια που είχαν περισσέψει, στο άλλο χέρι κρατάω το ποτήρι και το αγγούρι το κρατάω με το στόμα. Της κάνω νόημα να πάρει παγωτίνι αλλά αρκείται στο νερό. Βγάζω το αγγούρι τότε, χτυπάω ένα με σοκολάτα κι ένα με κρέμα και γλείφω λίγη σαντιγύ από το αγγούρι. Με ρωτάει αν ενδιαφέρομαι να μειώσω το λογαριασμό του τηλεφώνου μου. Πολύ ευχαρίστως λέω και της προτείνω να καθίσουμε στον καναπέ για να μου τα εξηγήσει πιο άνετα. Βλέπω τη δυσφορία της αλλά δε μπορεί να κάνει και αλλιώς. Θρονιάζομαι δίπλα της και την ακούω να λέει διάφορες μαλακίες για τον ΟΤΕ και τις χρεώσεις. Τη ρωτάω το όνομα της. Της λέω το πρόβλημα μου αμέσως. "Ξέρεις Σοφία εγώ παίρνω πολλά 090 για ξεκάβλωμα και ταρώ, σε αυτά τι χρεώσεις έχετε εσείς;". Δεν ήξερε να μου απαντήσει και τη ρώτησα αν ήθελε λίγο από το αγγούρι μου. Αρνήθηκε κι εγώ έβαλα τα κλάμματα κι άρχισα να κοπανιέμαι στον καναπέ. Το τελευταίο πράγμα που άκουσα ήταν ο ήχος από τα τακούνια στις σκάλες...