Το καταμαράν έφευγε στις εννέα και τέταρτο ακριβώς. Δώσαμε ραντεβού στις οκτώ, να φάμε και καμιά τυρόπιτα σαν άνθρωποι, να πιούμε κι έναν καφέ με φόντο το λιμάνι και ν’αναχωρήσουμε για το κοσμοπολίτικο Αγκίστρι. Να όμως που μια απρόσμενη στάση στο μετρό μας έκανε να συναντηθούμε δέκα λεπτά αργότερα και να πηγαίνουμε προς την αποβάθρα Ε9 για να αγοράσουμε τα εισιτήρια μας. Με χαλαρό βηματισμό φτάνουμε σε κάτι εκδοτήρια και μας λένε ότι φεύγει τώρα ένα πλοίο. Διευκρινίζουμε ότι θέλουμε το καταμαράν και μας λένε να ρωτήσουμε πιο δίπλα. Πάμε στο πιο δίπλα και μας λένε ότι το καταμαράν έχει πρόβλημα και να τρέξουμε αν θέλουμε να προλάβουμε τον Αία γιατί μετά θα έπρεπε να φάμε πολλές τυρόπιτες μέχρι το επόμενο. Βουρ για τον Αία λοιπόν και νιώθαμε ότι ένα σκατοκάρμα πλανάται στην ατμόσφαιρα αφού δεν ήταν δυνατόν και το μετρό να έχει στάση αλλά και το καταμαράν να μη δουλεύει μια απλή Παρασκευή χωρίς ιδιαίτερη κίνηση στο λιμάνι. Δίπλα μας ένα ζευγαράκι με βαθύτατες φιλοσοφικές παύλα υπαρξιακές αναζητήσεις. «Τι να γυρεύουν άραγε όλα αυτά τα πλοία στη θάλασσα;», «Μία φορά συνέδεσα την κεραία του ραδιοφώνου με της τηλεόρασης κι έπιανε καμπάνα», «Με περνάς για ηλίθια;», «Είμαι παράξενη εγώ» και άλλα τέτοια γλυκανάλατα με το τρανζιστοράκι της σκοπιάς και της βοσκής να παίζει Τάμτα στην καλύτερη των περιπτώσεων οπότε κι εγώ αποφάσισα να κάνω πως ροχαλίζω για να γίνει η ατμόσφαιρα πιο ερωτική. Φτάνοντας στο Αγκίστρι πάμε ν’αφήσουμε τα πράγματα και μετά βόλτα για καμιά παραλία. Στη ρεσεψιόν μας λένε ότι γενικά έχει αέρα και κανένας δεν κάνει μπάνιο γιατί έχει κύμα. Τέτοια τύχη σκέφτομαι και πάμε να δούμε τι παίζει με το λεωφορείο του νησιού για να δούμε και τα διπλανά χωριά. Το λεωφορείο είχε χαλάσει εδώ και μία εβδομάδα κι έτσι πήγαμε να νοικιάσουμε ένα σκουτεράκι για να κάνουμε τη δουλειά μας. Την επόμενη μέρα το απόγευμα πάμε να βγάλουμε χρήματα από το μοναδικό ΑΤΜ του νησιού το οποίο δε μπορούσε να μας εξυπηρετήσει προσωρινά. Όπως επίσης δε μπορούσε να εξυπηρετήσει και κανέναν άλλον γιατί προφανώς ξέμεινε από ρευστό. Το ίδιο πάθαμε κι εμείς και βάλαμε τη λογική να δουλέψει. Θα πληρώναμε με την κασκαρντ το ξενοδοχείο και κάπως θα τη βγάζαμε πέρα με τα υπόλοιπα ρευστά. Πάμε στο δωμάτιο, ψάχνουμε και σε κάτι τσεπάκια και βρίσκουμε και άλλα 50 ευρώ τα οποία μας έκαναν να πανηγυρίσουμε κι έτσι είπαμε να πάμε και σ’ένα θερινό να δούμε τον Καζανόβα για να γελάσουμε λιγάκι. Αμ δε! Τον είδαμε τον Καζανόβα μεν με μπόλικη λογοκρισία δε διότι το μηχάνημα της προβολής δεν έλεγε να δουλέψει και συνήθως ακούγαμε Λάμψη FM βλέπαμε και καμιά εικόνα αλλά το νόημα το πιάσαμε. Αυτό το τριήμερο δεν πήγαινε καθόλου καλά. Πάμε την επομένη να πληρώσουμε στο ξενοδοχείο και μας λένε ότι δεν έχουν μηχάνημα για κάρτα. Ωραία φέτα σκεφτόμαστε και δίνουμε από τα ελάχιστα μετρητά μας. Πάμε για μπάνιο, παίρνουμε και κάτι καφεδάκια και πάω στην επιστροφή να πληρώσω το σκούτερ. Ο τύπος μου λέει 40 ευρώ και του λέω ότι με έσφαξε πισώπλατα. Τόσο το νοίκιασα και στη Μύκονο του λέω για τρεις μέρες και γεμάτο βενζίνη και μου δείχνει τα κιτάπια του για να πειστώ ότι σε όλους τόσο το νοικιάζει. Βρε το Αγκίστρι σκέφτομαι και του δίνω 35 ευρώ ενώ είχα προετοιμαστεί ψυχολογικά για 20 με 25. Τηλεφωνώ έντρομος και λέω «Μην παραγγείλεις τίποτα, στο πορτοφόλι έχω ένα ευρώ και κάτι». Βάζουμε κάτω τα ψιλά και καταφέρνουμε ν’αγοράσουμε μία αμίτα, μία κόκα κόλα, ένα κρακεράκι και μια Κυριακάτικη ενώ στην τσέπη μας έμειναν 48 λεπτά. Του πούστη είπαμε και να βουλιάξει το πλοίο δε θα μας χρειαστούν περισσότερα!