Κυριακή πρωί και το δαιμονισμένο ξυπνητήρι δεν έλεγε να σταματήσει να χτυπά. Όσο νευριασμένα και να το κοίταξα αυτό δεν ψάρωσε και συνέχισε το ομολογουμένως δύσκολο έργο του ξυπνήματος μου αφού ελάχιστες ώρες πιο πριν είχα γυρίσει σπίτι και ήμουν ένα πτώμα. Σκέφτηκα ότι το χιτ της εποχής «Ανέστησες τον πεθαμένο» θα ταίριαζε στην περίσταση αλλά τελικά προτίμησα κάποια πιο κλασική επιλογή κι έτσι έβαλα μία διασκευή του «Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί» ερμηνευμένο από την Έφη Θώδη και κολλητά Rush Rush από την Paula Abdul ενώ πήγα κι έβαλα το κεφάλι κάτω από τη βρύση την οποία και άφησα ανοιχτή για κανένα πεντάλεπτο. Αφού συνήλθα πήγα προς την κουζίνα για να φτιάξω καφέ αλλά σκέφτηκα ότι θα πάρω στην παραλία κι έτσι έβαλα ξανά τα σύνεργα πίσω στη θέση τους. Χτυπάει τηλέφωνο και βλέπω απόκρυψη, δε μου άρεσε αυτό αλλά το σήκωσα. «Είμαι Ομόνοια κι έέέέέέέέέέέέρχομαι» άκουσα και σκέφτηκα ότι δε θα γλιτώσω την αργοπορία. Αρχίζω να ετοιμάζομαι πιο γρήγορα αλλά ένα τέταρτο αργότερα το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.
-Έφτασα!
-Περίμενε!
-Κάνει ζέστη!
-Περιμένω την Γ με την Κ και δεν έχουν φτάσει ακόμη.
-Καλάάάάά.
Και το αμέσως επόμενο λεπτό ήρθε και το τηλεφώνημα από την Γ.
-Δεν προλαβαίνουμε να έρθουμε σπίτι σου, που να βρεθούμε;
-Στον ΟΤΕ!
Ξεκινώ το λοιπόν και πάω να πάρω από την ηλεκτρικό την Α. Ένα ζευγάρι μπούτια μπαίνουν στο αυτοκίνητο και ακούω τον πρόλογο «Μη σχολιάσεις, αυτά είναι τα ρούχα της θάλασσας για μένα, άσε και με σφυρίζουν από την Ομόνοια μέχρι εδώ». Εδώ είμαι έτοιμος να σου σφυρίξω εγώ της λέω και πάμε στον ΟΤΕ όπου σταθμεύουμε με αλαρμ. Λίγο αργότερα τηλέφωνο από τη Γ που είχε παρκάρει ακριβώς από πίσω μας.
-Έλα φτάσαμε, που είσαι;
-Στο μπροστά αυτοκίνητο...
-Εντάξει σας ακολουθούμε.
Φτάνουμε Αττική Οδό και περιμένουμε πριν τα διόδια ακόμη δύο άτομα. Έρχονται με μηχανή.
-Λοιπόν θα μας βρει ένας φίλος με μηχανή κάπου στην Αττική οδό οπότε να μην τρέχουμε και πολύ γιατί δε ξέρω σε ποια έξοδο πρέπει να βγούμε, θα πηγαίνουμε όλοι μαζί.
Προφανώς και δε γίνεται να πάνε μαζί δύο αυτοκίνητα και μία μηχανή κι ως εκ τούτου πηγαίναμε όλοι σαν τις κότες σε εκνευριστικό σημείο αλλά πετύχαμε και τον ιχνηλάτη της παρέας σε κάποια φάση κι έτσι το κονβόι συνέχισε την πορεία του. Τελικά φτάσαμε στο τέλος της Αττικής Οδού στρίψαμε και σ’ένα φανάρι για να πάμε στην κοσμοπολίτικη Βραυρώνα. Δρόμο παίρναμε, δρόμο αφήναμε, φτάνουμε σ’ένα σημείο όπου είχε ένα καταστροφικό κατηφορικό κατέβασμα για ένα αυτοσχέδιο πάρκινγκ. Κατεβαίνουμε όλοι, παίρνουμε και τα πράγματα μας και πάμε προς την παραλία η οποία ως δια μαγείας είχε εξαφανιστεί. Βράχια και μόνο βράχια. Όχι βότσαλα, βράχια, όχι χαλίκια, βράχια, κοτρόνες, εκεί έπρεπε να καθίσουμε. Το σοκ ήταν μεγάλο και κανένας δεν έλεγε να προχωρήσει. Συν τοις άλλοις ήταν και ταραγμένη η θάλασσα αλλά είχε και μπόλικη βρωμιά. Βουτήξαμε λιγότερο από μια βάφτιση και καθίσαμε να σιγοψηθούμε ενώ φυσικά καφές δεν υπήρχε πουθενά. Ευτυχώς που βρήκαμε νερό. Αφού παρήλθε το χρονικό όριο της ντροπής για να εξαφανιστούμε κι αφού η Γ. είχε προλάβει να πατήσει κι έναν αχινό πήγαμε για καφέ στο Αυλάκι γεγονός το οποίο έσωσε κάπως την ημέρα. Τελικά η Κυριακή δεν είναι μέρα για μπάνιο.
-Έφτασα!
-Περίμενε!
-Κάνει ζέστη!
-Περιμένω την Γ με την Κ και δεν έχουν φτάσει ακόμη.
-Καλάάάάά.
Και το αμέσως επόμενο λεπτό ήρθε και το τηλεφώνημα από την Γ.
-Δεν προλαβαίνουμε να έρθουμε σπίτι σου, που να βρεθούμε;
-Στον ΟΤΕ!
Ξεκινώ το λοιπόν και πάω να πάρω από την ηλεκτρικό την Α. Ένα ζευγάρι μπούτια μπαίνουν στο αυτοκίνητο και ακούω τον πρόλογο «Μη σχολιάσεις, αυτά είναι τα ρούχα της θάλασσας για μένα, άσε και με σφυρίζουν από την Ομόνοια μέχρι εδώ». Εδώ είμαι έτοιμος να σου σφυρίξω εγώ της λέω και πάμε στον ΟΤΕ όπου σταθμεύουμε με αλαρμ. Λίγο αργότερα τηλέφωνο από τη Γ που είχε παρκάρει ακριβώς από πίσω μας.
-Έλα φτάσαμε, που είσαι;
-Στο μπροστά αυτοκίνητο...
-Εντάξει σας ακολουθούμε.
Φτάνουμε Αττική Οδό και περιμένουμε πριν τα διόδια ακόμη δύο άτομα. Έρχονται με μηχανή.
-Λοιπόν θα μας βρει ένας φίλος με μηχανή κάπου στην Αττική οδό οπότε να μην τρέχουμε και πολύ γιατί δε ξέρω σε ποια έξοδο πρέπει να βγούμε, θα πηγαίνουμε όλοι μαζί.
Προφανώς και δε γίνεται να πάνε μαζί δύο αυτοκίνητα και μία μηχανή κι ως εκ τούτου πηγαίναμε όλοι σαν τις κότες σε εκνευριστικό σημείο αλλά πετύχαμε και τον ιχνηλάτη της παρέας σε κάποια φάση κι έτσι το κονβόι συνέχισε την πορεία του. Τελικά φτάσαμε στο τέλος της Αττικής Οδού στρίψαμε και σ’ένα φανάρι για να πάμε στην κοσμοπολίτικη Βραυρώνα. Δρόμο παίρναμε, δρόμο αφήναμε, φτάνουμε σ’ένα σημείο όπου είχε ένα καταστροφικό κατηφορικό κατέβασμα για ένα αυτοσχέδιο πάρκινγκ. Κατεβαίνουμε όλοι, παίρνουμε και τα πράγματα μας και πάμε προς την παραλία η οποία ως δια μαγείας είχε εξαφανιστεί. Βράχια και μόνο βράχια. Όχι βότσαλα, βράχια, όχι χαλίκια, βράχια, κοτρόνες, εκεί έπρεπε να καθίσουμε. Το σοκ ήταν μεγάλο και κανένας δεν έλεγε να προχωρήσει. Συν τοις άλλοις ήταν και ταραγμένη η θάλασσα αλλά είχε και μπόλικη βρωμιά. Βουτήξαμε λιγότερο από μια βάφτιση και καθίσαμε να σιγοψηθούμε ενώ φυσικά καφές δεν υπήρχε πουθενά. Ευτυχώς που βρήκαμε νερό. Αφού παρήλθε το χρονικό όριο της ντροπής για να εξαφανιστούμε κι αφού η Γ. είχε προλάβει να πατήσει κι έναν αχινό πήγαμε για καφέ στο Αυλάκι γεγονός το οποίο έσωσε κάπως την ημέρα. Τελικά η Κυριακή δεν είναι μέρα για μπάνιο.