Sunday, April 16, 2006

Μια βραδιά στο λούκι

...ή πως θα ήθελε τα γενέθλια του ο Μιχάλης

Παραγγείλαμε δύο ουίσκι, ξέραμε εκ των προτέρων ότι θα ήταν μπόμπα αλλά δεν είχαμε όρεξη για μπύρα εκείνη την ώρα. Τα κορίτσια δεν άργησαν να φτάσουν ενώ η μουσική χαρακτηριζόταν από το αμιγώς 80’s στιλάκι της κάτι που μου θύμισε την επερχόμενη συναυλία των New Order. Η μαύρη καλλονή ήρθε δίπλα μου και άρχισε να με χουφτώνει. Εκείνη την ώρα έγραφα ένα μήνυμα στο κινητό. Κοίταξα πρώτα το τηλέφωνο και μετά εκείνη, «Μην ανησυχείς δε ξέρω να διαβάζω ελληνικά» μου είπε και με ρώτησε αν τρόμαξα. Δεν είχα κάτι άλλο να της απαντήσω κι έτσι είπα ένα ξερό όχι. Άρχισε να μου λέει πως το νόημα είναι να περάσω καλά και πως ίσως να μου φαίνεται παράξενο και ασυνήθιστο και αν δε μου αρέσει να φύγω και μετά αρχίσαμε να μιλάμε στ’αγγλικά κάτι που τη βόλευε σαφώς περισσότερο και το καλό ήταν πως συμφωνούσαμε σε όλα και πραγματικά ένιωσα ερωτευμένος. Επιτέλους είχα μπροστά μου τον άγγελο των ονείρων μου, τη γυναίκα που θα ήθελα να γίνει μάνα των παιδιών μου, μια σωστή καλλιτέχνιδα.

Με τράβηξε στους πίσω καναπέδες και μου έβγαλε τα γυαλιά γεγονός που με έκανε ν’απορήσω γιατί το νόημα ήταν να δω το θέαμα και να το απολαύσω κι όχι να προσπαθώ να διακρίνω τι βλέπω. Τελικά η απόσταση μας ήταν ελάχιστα μεγαλύτερη σε χιλιοστά απ’ότι οι βαθμοί της μυωπίας μου και δεν τα χρειάστηκα. Εκεί που τα χρειάστηκα πραγματικά ήταν όταν τυλίχτηκε πάνω μου σαν πύθωνας κι άρχισα ν’αναρωτιέμαι πως θα ήταν μια αθλήτρια της ενόργανης από άποψη ευλυγισίας πάντα. Όταν τελείωσε είχα μείνει χωρίς πουκάμισο, γυαλιά και μπουφάν ενώ εγώ δεν είχα τελειώσει. Ντύθηκα πρόχειρα κι επέστρεψα στο τραπέζι μας.

-Ρε μαλάκα αυτή με πέθανε.
-Και η δικιά μου καλή ήταν.
-Πέρσι στα γενέθλια σου είχαμε πάει σε ταβέρνα, τι σου ήρθε φέτος;
-Το κοινό χαρακτηριστικό και των δύο μαγαζιών λέγεται κρέας φίλε μου, πως σου φαίνεται αυτή με το μαύρο;
-Όμορφη είναι.
-Πανέμορφη.

Ύστερα ήρθε η Μπέτυ, του έπιασε την κουβέντα κι εξαφανίστηκαν δε ξέρω κι εγώ για πόση ώρα στους πίσω καναπέδες. Μια πρώην βασανίστρια των Ες Ες με πλησίασε κι έκατσε πάνω μου για να μη νιώθω μόνος μου. Δεν έχω διάθεση της είπα κι έφυγε άπρακτη για να επιστρέψει. Εκεί που μόλις είχα ακουμπήσει το ποτό στο τραπέζι νιώθω κάτι στο σβέρκο μου να με καβαλάει. Με μια περίτεχνη ομολογουμένως κίνηση ήρθα face to face με το αυταρχικό αιδοίο της, μ’ έσφιξε με τα μπούτια της και μ’ένα ακροβατικό με ελευθέρωσε από τα τεχνηέντως δημιουργηθέντα μουνοδεσμά. Χρειαζόμουν άλλη μία γουλιά έστω κι από ένα μπομπάτο ουίσκι.

Κι ύστερα ήρθε αυτή με το μαύρο. Συστηθήκαμε και με ρώτησε αν είμαι γιατρός. Δε μπορούσα να της χαλάσω το χατίρι και απάντησα ναι. Η επόμενη ερώτηση ήταν τι ειδικότητα έχω και της απάντησα ενδοκρινολόγος ενώ τώρα που το ξανασκέφτομαι ψυχίατρος θα ήταν η πλέον κατάλληλη απάντηση. Θέλησε να την εξετάσω κι αποφάσισα να μην πατήσω τον όρκο του Ιπποκράτη που ποτέ δεν είχα δώσει. Ως γνωστόν με τράβηξε πάλι σ’έναν καναπέ για να είμαστε οι δυο μας κι έδωσε ρέστα. Τύφλα να’χει η Κομανέτσι σκέφτηκα ενώ η ώρα κόντευε πέντε το πρωί.

Η πρωινή ψύχρα μας έκανε να συνέλθουμε λίγο ενώ το βρώμικο του Γιάννη ήταν βάλσαμο στα στομάχια μας. Αλληλοευχηθήκαμε και του χρόνου και ο καθένας τράβηξε για το σπίτι του.