Saturday, November 04, 2006

Κι έπεφτεν το ξύλο το πολύ

Εξομολογείται ο «Τζι-Αι-Τζο»

Είχα φτιάξει μια καλή ομάδα μ’ ένα φίλο μου που κάναμε μαζί μαχητική πάλη, πήρα και κάτι ειδικούς φρουρούς και κάθε βράδυ πλακωνόμασταν. Με όλες τις φυλές. Αλβανούς, Ρώσσους, Κούρδους, αυτούς μην τους βλέπεις έτσι κακομοίρηδες, φέρνουν όλη την πρέζα, Έλληνες, Γεωργιανούς, αναρχικούς, τα πάντα. Δεν είχα πάρει ούτε ένα ρεπό. Πήγαινα με σπασμένα πλευρά και ξέρεις τα σπασμένα πλευρά πρέπει να τα αφήσεις να θρέψουν, δενόμουν εγώ και πήγαινα, βάλτε με να δουλέψω τους έλεγα δε με νοιάζει το χτύπημα. Είχα πιάσει και δύο παπατζήδες ε, τότε στην πλατεία Βάθης, ήμουνα με το παπί και έπεφτα πάνω τους, πλάγιαζα το μηχανάκι κι άντε να ξεφύγουν μετά. Τζι αι τζο με φωνάζανε τότε. Δε μ’ένοιαζε, αφού κάθε μέρα σου λέω έκανα προπόνηση για την πάλη, εκεί να δεις ξύλο που έτρωγα, τι θα με πείραζε αν έτρωγα και το βράδυ δυο τρεις ακόμα; Αφού το γούσταρα το ξύλο. Είχε καθαρίσει ο τόπος όμως έτσι; Δεν καταλάβαινα τίποτα.

Η συνέχεια; Θλιβερή.