Thursday, February 22, 2007

Αχ-ούρειος άνεμος vol II

Εκείνη μπήκε μέσα, έβαλε μπρος και περίμενε ενώ άναψε και το εσωτερικό φως του αυτοκινήτου. Εγώ προχώρησα λίγο ακόμη και στάθηκα σ’ ένα καρτοτηλέφωνο όπου και προσποιήθηκα ότι μιλούσα κοιτάζοντας προς το μέρος της. Την είδα να βάζει κραγιόν και να ξεκινάει, άφησα το ακουστικό στη θέση του κι έστριψα στην πρώτη γωνία για να την περιμένω. Δεν πρόλαβε να ανάψει τα αλάρμ και είχα ήδη μπει μέσα. Φόρεσα τη ζώνη μου και διέκρινα ένα ίχνος ανησυχίας από την πλευρά της.
-Που πάμε, με ρώτησε διστακτικά.
-Συνέχισε ευθεία, να βγούμε Αλκαζάρ και μετά ακολούθησε τις ταμπέλες προς Αμπελώνα.
-Τι πάμε να κάνουμε εκεί;
-Είναι το σπίτι της γιαγιάς μου.
-Και η γιαγιά σου;
-Έχει φύγει...
-Λυπάμαι.
-...για Αθήνα.
-Α, συγγνώμη. Και δε μένει κανείς άλλος εκεί;
-Κανείς, είναι άδειο το σπίτι.
-Και δε θα κινήσουμε υποψίες τέτοια ώρα αν δούνε φώτα;
-Ξέρουν ότι είμαι φαντάρος κι όχι χρησιμοποιώ το σπίτι της γιαγιάς για τα βασικά.
-Δεν πιστεύω να έχει γυρίσει η γιαγιά σου, ε;
-Ούτε εγώ πιστεύω να άρχισε στα γεράματα να πετάει αεροπλάνο.

Δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν έξω από το σπίτι, άνοιγα την πόρτα της αυλής για να βάλει μέσα το αυτοκίνητο και κοιτούσα για κάποια αδιάκριτη φάτσα από τα δίπλα σπίτια αν και ήταν τέτοια η ώρα που οι πιθανότητες ύπνου των ηλικιωμένων γειτόνων άγγιζαν το 100%. Προχωρήσαμε κατά μήκος ενός πλευρικού διαδρόμου για να μπούμε από την πόρτα της κουζίνας για την οποία είχα και το κλειδί. Άναψα μόνο το φως του διαδρόμου και της έδειξα το μπάνιο. Έμεινε εκεί μέσα τουλάχιστον είκοσι λεπτά ενώ εγώ είχα ήδη βάλει ένα ακόμη ποτό και είχα βγάλει από την κρεμάστρα καθαρά ρούχα για την επόμενη ημέρα. Πήγα στο δεύτερο λουτρό για ένα ντους και όταν βγήκα τη βρήκα να κρατάει το μισοτελειωμένο ποτό μου. Άφησε το ποτήρι πάνω στο τραπέζι και με πλησίασε. Έγειρε το κεφάλι της και το ακούμπησε στον ώμο μου ενώ τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ τη μέση μου. Ήταν μικροκαμωμένη, καμία σχέση με τον άντρα της που μου έριχνε ένα κεφάλι σχεδόν. Την πήρα αγκαλιά και πήγαμε στην καλή κρεβατοκάμαρα. Άφησε την πετσέτα της στη βάση του κρεβατιού, με κοίταξε με δυο πυρακτωμένα μάτια και μου χαμογέλασε.

-Θέλω να φορέσεις την παραλλαγή σου.
-Κι εγώ να με φωνάζεις πτέραρχο.
-Δε θα μπορέσω να σε γυρίσω πίσω το πρωί.
-Καταλαβαίνω.
-Και πως θα γυρίσεις;
-Περνάει το υπηρεσιακό από εδώ μπροστά.
-Κι αν το χάσεις;
-Ε θα πάρω ένα ταξί, μην ανησυχείς.

Ξεκρέμασε τα ρούχα μου και άρχισε να με ντύνει δίνοντας μου την ψευδαίσθηση ότι είμαι διοικητής μοίρας τουλάχιστον. Άρχισα να τη φιλάω στο λαιμό και αυτή να μου ψιθυρίζει «Πτέραρχε μου» πατώντας πάνω στα πόδια μου ενώ εγώ έκανα μικρά βηματάκια εμπρός. Φτάσαμε ως τον τοίχο έτσι και με μια κίνηση βρέθηκαν τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από τη μέση μου ενώ τα χέρια της τραβούσαν το γιακά μου. Δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα και γύρω στις πέντε πήγα στην κουζίνα για να της φτιάξω έναν καφέ. Ο πρώτος που ετοίμασα μου φάνηκε πολύ χάλια κι έτσι έκανα άλλη μια απόπειρα που μάλλον ήταν περισσότερο πετυχημένη. Πήγα στο δωμάτιο και την ξύπνησα, τρόμαξε στην αρχή, παράξενο συναίσθημα να ξυπνάς αλλού από εκεί που έχεις συνηθίσει, αλλά το γλυκό χαμόγελο της γρήγορα επανήλθε. Σαράντα λεπτά αργότερα τη χαιρετούσα πίσω από το τζάμι του καθιστικού φορώντας πάντα την τσαλακωμένη πια παραλλαγή μου.

Ήπια κι εγώ έναν καφέ, μάζεψα τα πράγματα μου και βγήκα προς τη στάση που θα πέρναγε το υπηρεσιακό. Κουβέντιασα άκεφα με το θείο μου που ήρθε λίγα λεπτά αργότερα για να πάρει κι αυτός το λεωφορείο ενώ μου ανακοίνωσε ότι είχε κανονίσει το προηγούμενο μεσημέρι με το διοικητή να πάρω μια πενταήμερη τιμητική άδεια για υπερβάλλον ζήλο στην εκτέλεση του καθήκοντος.