Thursday, February 22, 2007

Αχ-ούρειος άνεμος

Είμαι στις δύσκολες εποχές του στρατιωτικού και έχει έρθει η μέρα της πληρωμής. Το συγκλονιστικό ποσό των 8 και 72 έχει σαφέστατα βαρύνει την τσέπη μου και με τα ψιλά να κουδουνίζουν αποφασίζω να βγω για ένα ποτό εκεί στα σύνορα που μ’ έχουν στείλει. Στέκομαι έξω από την πύλη και περιμένω κάποιον γνωστό να περάσει για να με πετάξει μέχρι το κέντρο της Λάρισας διότι είχα ως ρητό το «δε μπορώ να περπατήσω με τραβάν οι μήνες πίσω».

Δεν πέρασε πολύ ώρα και βρέθηκα συνοδηγός στο μοβ ματίζ του διοικητή το οποίο οδηγούσε η γυναίκα του ενώ αυτός επέβλεπε τις νυχτερινές πτήσεις. Κάτι τέτοιο είχα κι εγώ στο νου μου όταν της πρόσφερα τον αναπτήρα μου για ν’ ανάψει το τσιγάρο της, ένα λευκό ντάβιντοφ που ταίριαζε γάντι με την ντάβιντοφ κολόνια μου, η χαρακτηριστική μυρωδιά της οποίας μπερδευόταν με τον καπνό γεγονός που μια ξινίλα μου την έφερνε αλλά ήταν τέτοια η ώρα που δε μπορούσα να κάνω και πολλά.

Είχαμε φτάσει κοντά στην Κεντρική Πλατεία και της ζήτησα να με αφήσει όπου τη βολέψει, όταν εκείνη για αδιευκρίνιστο τελείως λόγο σταμάτησε έξω από το μοτελ δώμα ακριβώς πάνω από εκείνο το κακορίζικο ροκ καφέ που ποτέ δε μου άρεσε αλλά οι συγκυρίες το είχαν φέρει να έχω πιει αρκετές μπύρες και σφηνάκια αμφιβόλου πάντα ποιότητας. Θέλησε να με ευχαριστήσει για τη φωτιά που της είχα ανάψει κι έτσι την προσκάλεσα για ένα ποτό στο μπαρ Αχούρι έπειτα από μια ώρα αφού πρώτα θα πήγαινα για ένα κεμπάπ στου Μαλλιώρα χωρίς κρεμμύδι και τζατζίκι για το φόβο των Ιουδαίων.
Μία ώρα αργότερα ήμουν ήδη καθισμένος στο μπαρ και τα έλεγα με τον Κώστα, τον ιδιοκτήτη του καταστήματος ενώ είχα μπροστά μου ένα επιβλητικό κρυστάλλινο ποτήρι το περιεχόμενο του οποίου ήταν ένα σπέσιαλ ουίσκυ που κατέβαζα αργά αργά περιμένοντας τα χειρότερα. Σαράντα λεπτά αργότερα το σκαμπό δίπλα μου έπαψε να είναι άδειο και άκουσα τη φωνή της να μου λέει:
-Σκέφτηκα ότι δε θα έχεις τρόπο να γυρίσεις και γι’ αυτό πέρασα.
-Έχω διανυκτέρευση κι έλεγα να μπω μέσα το πρωί με το υπηρεσιακό.
-Έκλεισες κανένα δωμάτιο;
-Όχι ακόμα.
-Από που είσαι;
-Κάποτε έμενα εδώ, πάνε πολλά χρόνια όμως. Πλέον η Αθήνα έχει γίνει η μόνιμη κατοικία μου.
-Υπηρετείς λοιπόν τη μαμά πατρίδα όνομα και πράγμα.
-Κατά το ήμισυ τουλάχιστον.
-Τι να πιω;
-Μεθάς εύκολα;
-Σκοπεύεις να με μεθύσεις;
-Δεν είναι σωστό, κάνουν και αλκοτεστ στους δρόμους, μην παρεκλίνεις και της πορείας σου και βρεθείς σε κανέναν αεροδιάδρομο.
-Θα με απογειώσεις λοιπόν;
-Αν ανοίξεις τα φτερά σου.-Παρήγγειλε για μένα.
Πήρα ένα μπουκάλι κρασί και με φανερή έκπληξη διαπίστωσα ότι γρήγορα το περιεχόμενο του εξαφανίστηκε. Ούτε εκείνη το περίμενε αλλά δίστασε στην προσφορά μου για ένα μπουκάλι ακόμη. Ο Κώστας μας έφερε από ένα ποτήρι ακόμη και αποσύρθηκε διακριτικά στην κουζίνα. Ο παχυλός μισθός μου εξαντλήθηκε μαζί και με τα περισσότερα χρήματα που είχα στο πορτοφόλι μου και την ακολούθησα διακριτικά μέχρι το αυτοκίνητο της.

(συνεχίζεται...)