Sunday, August 05, 2007

Παγωμένη η cpu μου τώρα καίει...

...άφοβα. Ίσως και άκοπα. Ίσως και τζάμπα. Τζάμπα καίει η λάμπα. Φθορίου. Μηδέν κατανάλωση. Τζάμπα καίει λέμε, βάλε κι εσύ μπάρμπα. Είχα να ξενυχτήσω τόσο από τη συναυλία της Νατάσας Θεοδωρίδου στο Ηρώδειο. Εντάξει δε θα το αρνηθώ αλλά τη Νατάσα δεν την έχω δει μόνο κάτω απ’ την Ακρόπολη. Ήταν πολύ πριν γίνει πρώτο όνομα, εκεί γύρω στο 1997, ούτε το Φουστάνο δεν είχε παντρευτεί για να τη σιάξει λίγο κι έκανε φοβερή και τρομερή εμφάνιση στη Γιορτή Κρασιού Αμπελώνα, θεσμό που πλέον δε διανύει και τις καλύτερες μέρες του αλλά κάποτε ήταν must. Βλέπαμε ως έφηβοι και Βασίλη Παπακωνσταντίνου ή Ενδελέχεια και γουστάραμε. Βασικά και το τζάμπα κρασί γουστάραμε και γυρνάγαμε σπίτια όλοι μ’ ένα βαρβάτο χαμόγελο ως τ’ αυτιά αλλά τώρα άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Τέλος πάντων, τότε είχε έρθει η Νατάσα μια μέρα μαζί με το Λάμπη το Λιβιεράτο που δεν είχε αποφασίσει ακόμη αν θα γίνει ηθοποιός, τραγουδιστής ή γκουρού του ζεν και το σχήμα είναι κι ένα τρίτο τυπάκι που δε μπορώ να θυμηθώ με τίποτα τώρα. Να πω όμως που θυμήθηκα ότι στη γιορτή έχει εμφανιστεί με αξέχαστη επιτυχία ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος και από την κοντινή Γιάννουλη (βλέπε Βιλανάκηδες παύλα κουμπαριά με Απόστολο Κομμουνιστή Γλέτσο) έχει συρρεύσει αμέτρητο πλήθος γύφτων. Αμέτρητο όμως, στα ταμεία τελειώσανε τα εισιτήρια και ο κόσμος σκαρφάλωνε ακόμα και σε δέντρα για μια θέση στον ήλιο ή για την ακρίβεια με θέα προς την εξέδρα. Συγκλονιστικός όσο ποτέ άλλοτε ο Μάκης δήλωσε «το αίμα νερό δε γίνεται» και ξέσπασε σε ζητωκραυγές το συνάφι του. Μεγάλες στιγμές δεν το συζητώ όπως τότε που πέτυχα εκείνο τον τύπο στο γυμναστήριο που είχε χωρίσει και το είχε ρίξει στα βάρη. Είχε φτιάξει ωραίο σωματάκι δε μπορώ να πω αλλά να τον βλέπεις στον πάγκο να σηκώνει τα υπερβολικά κιλά και να ακούγεται από τα ηχεία «τις δύσκολες στιγμές λα λα / θα κάνω υπερβολές τρα λα λα» είναι εμπειρία ζωής. Πάντως στη γιορτή κρασιού πηγαίναμε ακόμα και στα δημοτικά γιατί βγάζαμε το εβδομαδιαίο εισιτήριο που ήταν σε τιμή σχεδόν τσάμπα. Θυμάμαι δηλαδή κάτι τιμές δύο χιλιάρικα κι ανατριχιάζω. Εννοείται πως βγάζαμε και παιδικό διότι σημασία δεν έχει πόσο είσαι αλλά πόσο νιώθεις και πόσο μπορείς να κρύψεις. Αν είχες και κανένα κονέ δεν έκρυβες τίποτα, έδινες τα λεφτά κι ερχόταν το παιδικό στην πόρτα σου. Αν και συνήθως το έπαιρνες από την πλατεία. Δε θυμάμαι αν είχα μεθύσει εκείνη τη βραδιά με τη Νατάσα ή κάποια άλλη, μάλλον κάποια άλλη ήταν, αλλά θυμάμαι να κάνω οχτάρια με το μηχανάκι και να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια για να φτάσω στο σπίτι ενώ είχα συμφωνήσει και με το Στέλιο να παίξουμε τάβλι την επόμενη μέρα το πρωί στο Εναλλάξ, γνωστό στέκι όπου σε μία γιορτή κάτι Παναγιώτηδων έχουν γίνει διάφορα ευτράπελα αλλά νομίζω πως τα έχω διηγηθεί σε προηγούμενο ποστ. Κι εντάξει πόσο αστείο είναι πια το ότι μπήκα στις γυναικείες τουαλέτες για να κατουρήσω; Αφού δεν έβλεπα μπροστά μου. Άντε και το θυμήθηκα και λέω κι εγώ πως μου έχει κάτσει η Νατάσα τόση ώρα και δε μπορώ ούτε καν να προσεγγίσω τόση ώρα το κυρίως θέμα. Ναι, ναι (όχι ο παίκτης που θα πάρει ο Θρήνος), τόση ώρα διαβάζαμε τον πρόλογο. Και κακά τα ψέματα η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Λοιπόν μετά τη βραδιά με τη Νατάσα, είχαμε φύγει σκαστοί με τα μηχανάκια για Πλαταμώνα και μας είχε βγει το λάδι. Όλα δικάβαλα, ν’ αγκομαχούν στην εθνική οδό, με στάση για καλαμπόκι στα Τέμπη, πέρασμα από Νέους Πόρους για να χαιρετίσουμε ξάδερφο που παραθέριζε εκεί κι έναν φίλο που δούλευε σ’ ένα φαστφουντάδικο και τον πρώτο φραπέ. Δέκα χρόνια μετά λοιπόν και τι δε θα έδινα για ένα αντίστοιχο πρωινό σε αυτά τα μέρη, σε δωμάτια των ογδόντα ευρώ τώρα πια, με μια συννεφιά κι έναν αέρα και τρένα να περνάν και να μη σταματάνε σε άγριους προορισμούς. Φέτος δουλεύει ο ξάδερφος σε φαστφουντάδικο εκεί ενώ η σκέψη μου έχει καρφωθεί στις στροφές, όπως τότε που είχα λιποθυμήσει, ένα καλοκαίρι στη Β’ Λυκείου που πηγαίναμε από Σκοτίνα Πλαταμώνα κι ανέβηκα συνεπιβάτης στη μηχανή του πιο δολοφονικού οδηγού. Ότι προσευχή ήξερα την είπα. Να σφίγγω το ντεπόζιτο όσο μπορούσα ενώ και οι προσαγωγοί μου είχαν πιαστεί, μία ολόκληρη μέρα μετά την έβγαλα ξάπλα. Κι έτσι σκέφτομαι την Πέμπτη που πέρασε, την Τρίτη που έρχεται, το φθινόπωρο, το χειμώνα, την άνοιξη και φτάνω μέχρι τ’ άλλο καλοκαίρι σε μια κρουαζιέρα αυτοκινήτου ή μηχανής και προορισμό αυτόν που ζηλεύω σήμερα, αυτόν που τελικά δε θα εγκαταλείψω ποτέ.