Monday, August 20, 2007

Ιμπεριαλισμός

Σηκώθηκα από καθήκον. Ούτε ήθελα, ούτε μπορούσα να ξυπνήσω μα το κυριότερο, περίμενα το τηλεφώνημα της που θα με έκανε να πεταχτώ επάνω, έπειτα από μια ολόκληρη ώρα ύπνου και δε ξέρω κι εγώ πόσα ποτήρια ουίσκυ, τα πρώτα σπέσιαλ, τα τελευταία απλά. Έριξα στο ποτήρι ένα αναβράζον ντεπόν από το μεγάλο μέγεθος που θα το βρεις στην αγορά και ως μαξιμουμ ενώ δοκίμασα κάτι γλυκά που βρήκα στο τραπέζι και πήρα μια φρυγανιά με μια φέτα γαλοπούλας αφού ένιωθα το στομάχι μου να με τραβάει. Φόρεσα τα πιο μαύρα γυαλιά ηλίου μου, αυτά που μου πηγαίνουν λιγότερο απ’ τα υπόλοιπα αλλά κρύβουν περισσότερα απ’ όλα τ’ άλλα και ξεκίνησα ακούγοντας στο σιντί τραγούδια από το Λυκαβηττό κι έχοντας τα παράθυρα ανοιχτά στο τέρμα για να με χτυπάει ο αέρας μπας και συνέλθω. Έφτασα στο παρκινγκ με μια διάθεση να φλερτάρω με το θάνατο κι έτσι σχεδόν μηχανικά οδηγήθηκα στην αγαπημένη μου χαγιαμπούζα. Έκανα μία βόλτα μέχρι το αεροδρόμιο κι ένιωθα λες και παρατηρούσα τον εαυτό μου σαν θεατής σε κερκίδα. Πιο κουρασμένος από πριν ανέβηκα στο γραφείο και το πρώτο μέλημα μου ήταν να εξασφαλίσω πως θα φύγω όσο το δυνατόν νωρίτερα μπορούσα. Άνοιξα τον υπολογιστή χωρίς όμως ιδιαίτερο λόγο αφού δε μπορούσα με τίποτα να συγκεντρωθώ. Η κόρη του στρατηγού μου έφερε καφέ και με λυπήθηκε για την άθλια κατάσταση μου αφού μόνο με νοήματα της αποκρινόμουν. Πήγα να παραλάβω και κάτι δωράκια από έναν πρώην εκπαιδευτή μου κι ένιωθα πως θα με πάρει ο ύπνος όπου κι αν γείρω το κεφάλι μου. Ένα τοστ δεν έκανε μεγάλη διαφορά στην κατάσταση μου κι έτσι έμεινα να ξύνω τις πληγές μου και να ουρλιάζω σαν αγρίμι. We won’t back down, we never have, we never will.