Sunday, June 24, 2007

Στην υγεια της αχάριστης

Έχοντας καταφέρει ένα γαμάτο εμπριμέ κάψιμο από τον ήλιο, με την αρχαία τεχνική τους ψεκασμού αντιηλιακού σε εντελώς τυχαία μέρη στο σώμα μου, αποφασίζω να μην καθίσω χθες ξανά στον ήλιο στρει θρου, αλλά να πάω στην παρακείμενη καφετέρια με τα μεγάλα τεντόπανα από πάνω και να αράξω εκεί βουτώντας όποτε και όταν το είχα ανάγκη. Οι άλλοι της παρέας όταν ένιωθαν αρκετά καμένοι ερχόταν σε μένα, αλλιώς ψηνόταν στον ήλιο κι έβλεπαν γκομενάκια να παίζουν ρακέτες ή να μαυρίζουν ή και τα δύο μαζί.

Αφού φρόντισα να μην επαναλάβω τα λάθη του παρελθόντος, τουτέστιν έβαλα παντού αντιηλιακό και το άφησα όση ώρα έπρεπε για ν’ απορροφηθεί, κατέβηκα νωχελικά τα σκαλοπάτια και βούτηξα στην κρύα σχετικά θάλασσα που όμως είχε διάφορα ζεστά ρεύματα τα οποία στην αρχή νόμισα ότι ήταν κάτουρα από άξεστους ελληνάρες αλλά τελικά η λογική και η ενημέρωση από ντόπιο φίλο με έπεισε ότι στο Διακοφτό δεν κατουράνε δέκα λίτρα τη ριξιά.

Εκεί λοιπόν που όλο χάρη τσαλαβουτούσα κι έριχνα τις απλωτές μου, ένας φίλος έφερε τη μπάλα του και αρχίσαμε το θαλάσσιο βόλευ στο οποίο περιττό να πω ότι είμαι ασυναγώνιστος και δε διστάζω να θυσιαστώ κάνοντας την υπερπροσπάθεια για να σώσω μια φαινομενικά χαμένη μπαλιά. Εκεί λοιπόν που παίζαμε σκάει ένα πιτσιρίκι από δίπλα, κάπως παχουλό και άσπρο από το αντιηλιακό το οποίο μας ρωτάει αν μπορεί να παίξει μαζί μας. Ο οκτάχρονος Φάνης λοιπόν ήταν φανερό ότι βάδιζε στα βήματα μου αφού βούταγε συνέχεια για να πιάνει τις μπαλιές που πήγαιναν στο βρόντο, τις περισσότερες δηλαδή.

Εκεί έκανε και την εμφάνιση της η μητέρα του με το λεοπαρ μαγιό της για να του φέρει ένα καπελάκι μην τον ψήσει ο ήλιος. Αντίθετα εκείνη φαινόταν ότι δε φοβόταν τον ήλιο, αφού το χρώμα της πρόδιδε αρκετή ηλιοθεραπεία ή έστω ένα πετυχημένο σολάριουμ. Όταν άρχισα να νιώθω τους ώμους μου να τσουρουφλίζουν έκανα την κίνηση ματ και με μια ανάποδη μπαλιά άρχισα να βγαίνω από το νερό με ύφος κάπως μπλαζέ. Πήγα ξανά στην καφετέρια όπου και απλώθηκα συνεχίζοντας να πίνω τον σκέτη αποτυχία φρέντο μου που είχε μεταμορφωθεί σε ένα νεροζούμι που μάλλον σε χυμό μπανάνας παρέπεμπε παρά σε οτιδήποτε άλλο που να έχει σχέση με καφέ ή τα παράγωγα του. Πάντως κάτι φραπέδες που πήρα μάτι σε διπλανά τραπέζια ήταν γαμάτοι και θα ξέρω για την επόμενη φορά να μην την ξαναπατήσω.

Διάβαζα μια αθλητική εφημερίδα και με την άκρη του ματιού μου βλέπω ένα γνωστό λεοπαρ μαγιό να έρχεται προς το μέρος μου. Ήταν η μαμά του Φάνη που ήθελε να πάρει ένα φυσικό χυμό για το γιόκα της κι ένα ανθρακούχο για την πάρτη της. Με κοιτάει και χαμογελώντας μου λέει «Σας ευχαριστώ που τον παίξατε». Έψαχνα την κατάλληλη απάντηση διότι η τύπισσα είχε πετάξει μεγάλη ατάκα και έπρεπε να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων. «Όλοι στη θέση μου το ίδιο θα είχαν κάνει», της απάντησα για να την ακούσω να λέει ότι αυτήν την εποχή δεν έχει πολλά παιδάκια στο χωριό και δε βρίσκει να παίζει στη θάλασσα με αποτέλεσμα να βαριέται και να γκρινιάζει. Κατάλαβα τότε ότι προφανώς μιλάει για το Φάνη και προσφέρθηκα να κεράσω το χυμό που θα έπινε ενθυμούμενος τον Μάκη τον κουρέα που μια φορά είχαμε τον παρακάτω διάλογο:
- Τον τάδε τον ξέρεις;
- Ναι.
- Τον ξέρεις καλά;
- Ναι.
- Πολύ καλά;
- Ναι ρε Μάκη, συμμαθητές είμαστε στο σχολείο.
- Και δε μου λες, είναι καλός μαθητής;
- Ε, έτσι κι έτσι, μάλλον μέτριο τον λες.
- Το κωλόπαιδο, εγώ του πληρώνω τα φροντιστήρια ξέρεις, πηδάω τη μάνα του.
Ο Μάκης γενικά έχει γαμήσει όλη τη γειτονιά και τα περίχωρα αλλά έπιασε τη γυναίκα του στο κρεβάτι με άλλον κι αυτό του κλόνισε κάπως το ηθικό.

Η μάνα του Φάνη λοιπόν επέμενε δήθεν ότι δεν είναι σωστό κι ότι εκείνη έπρεπε να κεράσει και τελικά συμβιβαστήκαμε με την πρόταση της να δεχτεί το κέρασμα, μόνο αν της επέτρεπα να καθίσει μαζί μου για να μου κάνει παρέα, που ήμουν μόνος μου αφού όλοι οι άλλοι ήταν στην παραλία ακόμη. Οι καλοί μου τρόποι δε μου επέτρεπαν να αρνηθώ κι έτσι ξεκινήσαμε να τα λέμε χαλαρά ενώ πήραμε κι ένα τάβλι για να περάσει η ώρα. Είχαν εκεί το εξοχικό τους και πήγαιναν σχεδόν κάθε σαβ/κο το καλοκαίρι γι’ αυτό και ο μικρός δεν είχε πολλές παρέες. Με ρώτησε αν θα πάμε με την παρέα μου στο Ζαζόπουλο το βράδυ και της απάντησα ότι δεν είχαμε κανονίσει τι ακριβώς θα κάναμε αλλά μάλλον θα προτιμούσαμε κάποιο μπαράκι από τα μπουζούκια. Είπε ότι κι εκείνη θα ήθελε να πιει ένα ποτό το βράδυ αλλά δεν είχε την κατάλληλη παρέα. Πήρα το θάρρος και τη ρώτησα για το μπαμπά του Φάνη, διότι απουσίαζε απ’ όλη τη συζήτηση μας. Μου είπε ότι ο άντρας της ήταν ναυτικός και πως ο Φάνης τον έχει δει ελάχιστες φορές στη ζωή του. Τη ρώτησα αν ο άντρας της είναι και ο μπαμπάς του Φάνη και μου είπε όχι. Εκείνη τη στιγμή έφερα εξάρες και της πήρα το παιχνίδι διπλό. «Είσαι καλός στο πλακωτό», σχολίασε κι εγώ χαμογέλασα με τον αέρα του νικητή. Πήρε την εφημερίδα και ζήτησε από τη σερβιτόρα ένα στυλό, μου έγραψε το τηλέφωνο της, μου φόρεσε στραβά το καπελάκι μου κι έφυγε την ώρα που ερχόταν η παρέα μου απ’ την παραλία.

Εγώ θα έφευγα έκτακτα για Αθήνα λίγες ώρες αργότερα ενώ η πικρή γεύση που θ’ άφηνα το βράδυ προερχόταν μάλλον από τις μελιτζάνες που είχα φάει το μεσημέρι.