Thursday, April 12, 2007

Η αόρατη γυναίκα

Έψαχνα για κάβα ή για κάτι τελοσπάντων που θα μπορούσα να αγοράσω ένα ποτό να πάω στο πάρτι που ήμουν καλεσμένος. Η πρόσκληση το έγραφε ξεκάθαρα «Είσοδος; Με ποτό» και βρίσκοντας όλα τα γνωστά μαγαζιά κλειστά έβριζα τον εαυτό μου που δεν είχα πεταχτεί λίγο πιο νωρίς το απόγευμα στο σούπερ μάρκετ ν’ αγοράσω ένα μπουκάλι. Τέλη Ιουλίου, η ζέστη μάλλον ανεκτή αλλά είχα τον κλιματισμό στ’ αυτοκίνητο και είχα ανατριχιάσει λίγο. Θυμήθηκα ένα γωνιακό μαγαζί στην Αριστοτέλους κι έφτασα μέχρι εκεί για πάρω κάτι, κοίταγα τα μπουκάλια κανένα δεκάλεπτο και τελικά πήρα μία τεκίλα κι ένα ουίσκι. Σκέφτηκα ότι με το δεύτερο ποτό θα μπορούσα να φέρω μαζί και δεύτερο άτομο αλλά δεν έκανα κέφι να καλέσω κανέναν κι έτσι πιο χαλαρός πήρα το δρόμο προς το Χαλάνδρι. Ευτυχώς δεν είχε κίνηση κι έτσι έφτασα γρήγορα. Το σπίτι ξεχώριζε από τα φώτα και τον κόσμο στη βεράντα. Στην είσοδο οι χαιρετούρες με τους οικοδεσπότες και τους πρώτους γνωστούς. Με ρυθμούς σαλιγκαριού προχωρούσα στα ενδότερα του σπιτιού χορεύοντας και μιλώντας με διάφορο ή αδιάφορο κόσμο. Καμιά ώρα αργότερα βρέθηκα στη βεράντα για να πάρω λίγο αέρα. Τα μάτια μου καρφώθηκαν αμέσως στο ριγέ φόρεμα και τα ψηλά τακούνια. Αδύνατον να μην πλησιάσω. Φυσικό άρωμα αρμύρας και λαιμός που σε προκαλούσε με τη γεύση του. Ευχόμουν να ήμουν βρικόλακας εκείνη την ώρα αλλά αντί να τη δαγκώσω της είπα «θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις» κι εκείνη έκπληκτη γύρισε και μου ’πε «με τόσο αλάτι, μόνο το Μεσολόγγι θα μπορούσα να σου θυμίζω ξένε». Πρότεινα να της φτιάξω ένα ακόμη ποτό και το σκορ έγινε εύκολα 2 – 0 υπέρ της. «Ντράι Μαρτίνι» μου είπε και δάγκωσα τα χείλη μου. Τα πράγματα είχαν ζορίσει κι έπρεπε επειγόντως να βρω μια λύση. Πάω να το φτιάξω απάντησα περήφανος και μπήκα στο σπίτι ψάχνοντας απεγνωσμένα το Λευτέρη. Πάρε τα κλειδιά και πάμε του είπα και σε λιγότερο από δύο λεπτά ήμασταν καβάλα στη μηχανή του. Σε άλλα τρία είχαμε φτάσει σε κοντινό γνωστό μας μπαράκι και δώσαμε τη σχετική παραγγελία. Ο μπάρμαν γέλασε και μας είπε «δεν το ανακατεύω κρέμασε το στο τιμόνι για να πετύχει η συνταγή!» Ένα τέταρτο αργότερα ήμουν στο μπαλκόνι με το ποτό της ανα χείρας. Έκλεισε τα μάτια και δοκίμασε. «Μμμ, δεν είναι και άσχημο, πόσα έχυσες μέχρι να το καταφέρεις» ρώτησε μα ήδη το σκορ είχε γίνει 2 – 1 και η έξοδος του Μεσολογγίου πήρε παράταση. Χορέψαμε και όταν τελείωσε το ποτό της, πρότεινα να συνεχίσουμε κάπου αλλού χωρίς ρίσκα για αποτυχημένες μίξεις. Δεν αρνήθηκε και όταν συμφώνησε να πιει ένα ίδιο ντράι Μαρτίνι με αυτό που της είχα φτιάξει πήγαμε στο κοντινό μπαρ και της εξήγησα τι είχε γίνει. Γέλασε κι εγώ κοίταζα. Όταν ήρθε η ώρα για να φύγει εκείνη πήρε τα τακούνια στα χέρια, τα χέρια μου εκείνη αγκαλιά, τη σήκωσα σα νύφη και την πήγα στο αυτοκίνητο. Με τον ίδιο τρόπο την ανέβασα σπίτι μου και μου ζήτησε ένα φανελάκι για πιτζάμα. Της έδωσα μια μακριά αθλητική εμφάνιση της ΑΕΛ που είχα και της έκανε σαν μίνι φουστανάκι. Μπήκε να κάνει ένα μπάνιο, κάθε φορά αυτό έκανε όταν γύριζε απ’ έξω και μύριζε καπνούς και αλκοόλ ενώ εγώ έβαλα ένα ακόμη ποτό και την περίμενα. Αργούσε κι ο πειρασμός να μπω στο μπάνιο μεγάλωνε. Δεν αντιστάθηκα και τη βρήκα μέσα σε υδρατμούς και σαπουνάδες. Σήκωσε το πόδι της και άρχισα να γλείφω το γόνατο της ανεβαίνοντας σιγά σιγά πιο ψηλά. Βρεγμένοι και οι δύο φτάσαμε στην κουζίνα. Την ανέβασα στο τραπέζι κι έβγαλα όσα ρούχα μου είχαν απομείνει. Της έκλεισα τα μάτια κι έβγαλα από ένα ντουλάπι μια νουτέλα. Της έδωσα το δάχτυλο μου να γλείψει αφού προηγουμένως το είχα βουτήξει μέσα στο βαζάκι και αναστέναξε.

(Συνεχίζεται...)