Sunday, April 01, 2007

Τριπ μι μπέιμπι ουάν μορ τάιμ

«Κι όταν άλλους πηδάς / ώρες ώρες γελάς / γιατί σκέφτεσαι εμένα». Έχω ξεσηκώσει όλο τον Άνω Βόλο με τον εν λόγω αδέσποτο στίχο ενώ εδώ τα βράδια περνάνε κυρίως με μπύρες (τι κυρίως δηλαδή, σχεδόν αποκλειστικά με μπύρες) τις οποίες και καταναλώνω παρέα με το Γιώργο, το Ντίνο και το γιο του διαβάζοντας τυχαία ελληνική λογοτεχνία και ψήνοντας συκωταριές στην πίσω βεράντα. Από αύριο ξεκινά η Μεγάλη Νηστεία διότι δε θα μπορούσε να λέγεται αλλιώς η νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδος. Ξυπνάω τα πρωινά, και κοιτάω πέρα προς το λιμάνι. Φτιάχνω κι έναν καφέ ελληνικό διπλό και κάθομαι στη βεράντα με το μπουφάν ενώ κάνω τράκα και δύο τσιγάρα έτσι για να υπάρχουν μπας και θελήσω να τα βάλω στο στόμα μου. Συνήθως μένουν στο πιατάκι του καφέ. Εν τω μεταξύ και αυτό παρακαλώ να μείνει μεταξύ μας, πήγα την Παρασκευή να πιω ένα ποτό σαν άνθρωπος σε ένα μπαράκι που είχα πάει μία φορά το καλοκαίρι του 2000, πάνε δηλαδή σχεδόν εφτά χρόνια τώρα που όμως εγώ δεν έλειπα στο Θιβέτ, ένα σωστό μπαράκι με κλίμα που θα έλεγε κανείς ότι με σήκωνε. Ο Γιώργος με το Ντίνο θα ερχόταν αργότερα ενώ στ’ αριστερά μου καθόταν μια θεά που δε μπορούσα να σταματήσω να κοιτάζω. «Έχουν εξελιχθεί οι Βολιώτισσες» σκέφτηκα και άδειασα γρήγορα γρήγορα το ποτήρι μου για να ζητήσω άλλο ένα καρμπόν με το προηγούμενο. Θυμήθηκα τους Κατσιμίχες και τη μια βραδιά στο λούκι ώσπου το φιλικό χτύπημα στην πλάτη του Ντίνου με έφερε πίσω στην πραγματικότητα. Ανήμπορος να σκεφτώ ή να μιλήσω, συνέχισα να την κοιτάζω σα χάνος να χορεύει με το φίλο της. Θέλησα να του δώσω ραντεβού για την Πορτιαριά την επόμενη μέρα όμως η λογική με συγκράτησε. Θα ήταν άδικο να μονομαχήσουμε διότι οι πιθανότητες ήταν σαφέστατα με το μέρος μου. Άλλωστε δε με φώναζαν άδικα στην πιάτσα «Τσέλιγκας, μπουνιά και φέρετρο». Σε μία ώρα θα έχω πια φύγει.

Σημείωση: Το παραπάνω ποστ αποτελεί μια σύνθεση τυχαίων προτάσεων από αυτές που κάθισα κι έγραψα τις τελευταίες δύο μέρες. Φαίνεται να βγάζει νόημα κάπως αλλά δεν.