Βγήκα στο μπαλκόνι και χάρηκα τον αέρα. Σκέφτηκα ότι θα με χτυπήσει στο πρόσωπο, φόρεσα το μπουφάν και κατέβηκα με τις σκάλες γρήγορα. Ανέβηκα και ξεκίνησα, η ώρα ήταν 8:30 κι εγώ έπρεπε να είμαι στις 11 στο Γαλαξία. Πέρασα τα διόδια και τα μάτια μου είχαν αρχίσει ήδη να δακρύζουν. Έφτασα κι έμεινα να κοιτάζω τη θάλασσα. Δε σάλευε. Ήταν σχεδόν νεκρή. Δύο ώρες αργότερα νιώθω κάτι να με γαργαλάει στο μπούτι. Συνειδητοποιώ ότι είναι η δόνηση από το τηλέφωνο. Έχω αργήσει. Ευτυχώς που δεν σταματάμε σε αυτά τα διόδια σκέφτομαι και ξεκινάω. Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου, τα δάκρυα κυλάνε στα μάγουλα κι ούτε κλεφτές ματιές στο ρολόι δεν προλαβαίνω να ρίξω. Είμαι πλέον σε γνώριμα φώτα, στα φώτα της πόλης κι αισθάνομαι βέβαιος ότι θα προλάβω ώσπου στο φαινομενικά άδειο στενάκι κάποιος αποφασίζει να ξεπαρκάρει χωρίς να έχει ανάψει φώτα και ακόμα χειρότερα χωρίς να κοιτάξει. Ο αγκώνας μου βρίσκει στην κολόνα του. Ανοίγει το παράθυρο και βριζόμαστε για λίγο. Φεύγω και ξέρω ότι έχω αργήσει. Μπαίνουμε στην αίθουσα με δύο λεπτά καθυστέρηση. Τελικά είχε δοκιμάσει κόκα κόλα όπως σωστά υπέθεσα.