Φεύγοντας μου άφησες δύο πράγματα: Κάτι για το στόμα και κάτι για την ψυχή. Τ' άνοιξα και τα δύο αμέσως. Έφευγες όταν μου είπες ότι δεν έχεις κάτι να κρατήσεις, ότι δε σου άφησα τίποτα. Κι όμως υπάρχουν τέσσερις χάντρες δώρο από τον τόπο με τους αέρηδες που τη δική σου ψυχούλα γαληνεύουν. Ουρές από αυτοκίνητα, ανυπόφορες διαδρομές, γέλια, κλάμματα, πρόσωπα να ξεχωρίζουν μέσα στο χάος της πόλης. Έξω δεν έβρεξε πολύ, μέσα πέρασε η καταιγίδα.