Friday, March 09, 2007

Θάνατος

"Στάθηκα πίσω από ένα δέντρο, έκανα πως κρυβόμουν ή πως παρακολουθούσα κάποιον αλλά ήταν μέρα μεσημέρι και οι περαστικοί που με έβλεπαν σίγουρα με είχαν για κάποιο τρελό. Στιγμές καθόμουν με την πλάτη στον κορμό και κάπνιζα. Όσο κι αν άφηνα να πέφτουν τα τσιγάρα κάτω αναμμένα ο τόπος δεν έπιανε φωτιά κι αυτή που έκαιγε μέσα μου δεν έλεγε να σβύσει πράγμα που δημιουργούσε μια αντίφαση μα τι να έκανα κι εγώ, όσο κι αν προσπαθούσα λύση δεν έβρισκα στο πρόβλημα μου. Έβγαλα το σακάκι μου και το έστρωσα κάτω. Ξάπλωσα πάνω του και σταύρωσα τα μανίκια έτσι σαν να με αγκαλιάζει ένας αόρατος άνθρωπος. Ένιωσα κάπως σαν τον Βαραβά. Σύντομα θα άφηνα το σταυρό μου για μια καλύτερη θέση, για ένα αύριο υπέροχο. Έτσι το ήθελα να είναι. Υπέροχο. Να το λέω και να γεμίζει το στόμα μου, να μπουκώνει μέχρι να σκάσω, να βουτάω μέσα του με λαιμαργία, να γίνομαι βουλιμικός στο αύριο και να κουνάω το μαντήλι σε μια Μαρία Ελένη, ψάχνοντας τη σωτηρία μου κάπου εκεί στα μικρά στενά της Καλλιθέας. Έβαλα φωτιά στο σακάκι μου κι έλυσα τη γραβάτα αν και αρχικά σκόπευα να τη σφίξω λίγο περισσότερο απ' ότι συνήθως. Περπάτησα για απροσδιόριστη ώρα, ήταν μέρα κι έγινε νύχτα, έγινε ουρλιαχτό, έγινε σπαραγμός, έγινε θρήνος οδυρμός και ευτυχία. Μόνο εγώ δεν έγινα. Ακόμα."