Είχε γίνει μούσκεμα και δεν έλεγε να στεγνώσει με τίποτα. Νευρικό γέλιο την έπιανε κάθε φορά που το σκεφτόταν μα η ανησυχία κρυβόταν πίσω απ' τα χείλη, το έβλεπε στα μάτια της, αυτά την πρόδιδαν πάντα. Κάθισε δίπλα της και περίμενε να στεγνώσει. Την πήρε ο ύπνος, μπέρδευε τα όνειρα με την πραγματικότητα, φωνές, λέξεις, επιθυμίες και σ'αγαπώ κάτω από κόκκινα φώτα. Κυοφορούσε τη σκέψη του σε κάθε της ανάσα, την ένιωθε να κλωτσάει και να προσπαθεί να βγει προς τα έξω. Μια διαμαρτυρία ήταν κι αυτή που όμως δεν ήταν σίγουρη ότι την άντεχε. Το τελεσίγραφο της έληγε την Παρασκευή. Μεγάλη μέρα για μεγάλες αποφάσεις. Σε κάθε περίπτωση ολοκλήρωνε έναν κύκλο. Ζούσε κι εκείνη τη Μεγάλη της Εβδομάδα και θα περίμενε το Σάββατο για ν' αναστηθεί. Ήταν καιρός πια ν'αφήσει πίσω το σταυρό της για ν'αφιερωθεί σε μία νέα ζωή.