Και αυτό όχι επειδή δε μπορώ να βρω τίτλο αλλά γιατί δε μπορώ να διαλέξω ανάμεσα στους τουλάχιστον 250 που έχω σκεφτεί από τη στιγμή που μου σφηνώθηκε στο μυαλό η ιδέα γι’ αυτό το ποστ. Κι ήταν το κορίτσι με τα εκφραστικά μάτια που συναντούσε τον ώμο μου για να κλάψει με τρόπο διακριτικό. Της είπα να σκουπίσει τα δάκρυα στο μακό που φορούσα κι έβγαλα τα μπουφάν μου για να βολεύεται καλύτερα. Τρανταζόταν ολάκερη πάνω μου με κρυμμένο το πρόσωπο της να μην την βλέπει ο κόσμος και μιλούσε ο ένας στο αυτί του άλλου ενδιάμεσα από αλμυρά φιλιά. Κι είδα κάποια στιγμή ν’ανεβαίνει στη σκηνή ο παππούς μου. Ανατρίχιασα. Να παίζει μπλουζ και να γουστάρει κι εγώ να μην καταλαβαίνω τι γίνεται. Κι ένα πρωινό με καφέ και Θανάση Παπακωνσταντίνου σε κάποιο λάιβ να γαληνεύει τη ψυχή.