Είναι Δευτέρα βράδυ κι έρχεται μια φίλη από το σπίτι για να της κατεβάσω κάτι αιτήσεις από το ιντερνετ που θέλει, να της κάνω και τις σχετικές εκτυπώσεις και ως ανταπόδοση μου προτείνει να πάμε για ένα ποτό. Αν και δε διψούσα, επειδή πρόσφατα είχα απορρίψει μία πρόταση για μπύρα, δε θεώρησα σώφρων να πω όχι διότι σκέφτηκα ότι το κακό δε θ’ αργούσε να τριτώσει και ποιος ξέρει τι τραγικά αποτελέσματα θα είχαμε μετά. Φοράω κάτι πρόχειρο και ξεκινάμε για το ζου στο Χαλάνδρι με προοπτική να καταλήξουμε τελικά στην καντίνα του Γιάννη. Πράγματι ήπιαμε από δύο ποτά και ξεκινήσαμε για τη μάσα. Το ένα βρώμικο ήταν αρκετό για να δημιουργηθεί μεταξύ μας ένα κάπως ιδιαίτερο κλίμα. Δίχως πολλά λόγια μπήκαμε στο αυτοκίνητο της για να με επιστρέψει σπίτι. Καβαλάει το πεζοδρόμιο και τραβάει χειρόφρενο. Σβήνει φώτα μηχανή μα δεν κατεβαίνει ο επικεφαλής. Δεν ήταν τόσο το κρεμμύδι που με έριξε όσο η ματ κίνηση της με την πλάτη του καθίσματος. Με την ηλιοροφή κλειστή μόνο τον ουρανό του αυτοκινήτου μπορούσα να δω και αυτόν όχι για πολύ αφού λίγα δευτερόλεπτα μετά συνέβη μια διπλή ολική έκλειψη ηλίου όπου τα δύο έκκεντρα φεγγάρια κάλυψαν από ένα μάτι. Η παράδοση μου ήταν άνευ όρων. Τα χέρια μου χανόταν στο σώμα της, απ’ τα μαλλιά μέχρι όπου μπορούσα να φτάσω, κάποιες φορές και με τη βοήθεια της χειρολαβής. Οι αναρτήσεις του αυτοκινήτου σίγουρα χαλάρωσαν κάπως ενώ και οι βίδες του καθίσματος μάλλον χρειάζονται σφίξιμο. Και αφού το κούνημα του αυτοκινήτου ολοκληρώθηκε κουλουριασμένη σε ζόρικη στάση άρχισε τα μεθεόρτια για την παγκόσμια ημέρα της 14ης Μαρτίου. Η μουσική που ως τότε δε μας είχε απασχολήσει ιδιαίτερα έγινε αφορμή για ένα νευρικό γέλιο μέχρι δακρύων αφού ο στίχος έλεγε «Σαν κύμα φτάνω στο λαιμό σου / εγώ σ’ ευχαριστώ / και ας πνιγώ για το καλό σου». Το μόνο που τελικά με προβληματίζει είναι πως είδα σε κάποιο μπαλκόνι της γειτονιάς μια αντρική φιγούρα να καπνίζει. Καλά λένε λοιπόν πως χρειάζεται μετά το σεξ.