Τώρα τελευταία που το 7 x 7 πρωταθληματάκι έχει πάρει φωτιά δε θα μπορούσα παρά να δεχθώ την πάσα της πολύ καλής Deadend-Mind για μία ιστορία με πέντε λέξεις της επιλογής της. Συγκεκριμένα πήρα λίγο αίμα, ένα κρεβάτι κι έναν πίνακα, μια προδοσία και ένα τραπεζομάντιλο και έγραψα το παρακάτω:
Πήγε και την πήρε από το σπίτι της για να μη χάσουνε χρόνο. Όταν εκείνος έφτανε εκείνη έβγαινε από το μπάνιο και στο σινιάλο της αναπάντητης του ανταποκρίθηκε μ’ένα σημάδι που αρχικά θεώρησε ότι ήταν της νίκης αλλά γρήγορα πείστηκε πως εννοούσε «έρχομαι σε δύο λεπτά». Εννοείται πως περίμενε περισσότερα αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Η πρόταση του είχε μάλλον πέσει στο κενό και τελικά οι διαβουλεύσεις τους οδήγησαν σε κάποιο μπαράκι κοντά στο σπίτι του όπου κόσμος πήγαινε κι ερχόταν αλλά κυρίως έφευγε κι έτσι λίγο πριν τις τρεις έφυγαν αφήνοντας μία ή δύο παρέες ακόμη να τραβήξουν το κουπί. Στο δρόμο την πήρε ο ύπνος ενώ εκείνος είχε διάθεση για βόλτα κι έτσι χάθηκε στους δρόμους της Αθήνας δείχνοντας της μέρη που είχαν μια κάποια σχέση με τη ζωή του και ήταν σα να τα διηγούνταν στον εαυτό του ενώ συχνά πυκνά με το ένα του χέρι προσπαθούσε να τη βάλει σωστά στο κάθισμα του συνοδηγού γιατί είχε αφεθεί τόσο που ούτε η ζώνη δε μπορούσε να τη συγκρατήσει κι έπεφτε συνέχεια μπροστά του. Όποιος τους έβλεπε από τα διπλανά αυτοκίνητα θα μπορούσε να συμπεράνει ότι του παίρνει πίπα όμως αυτή ήταν ένα στάδιο πριν το ροχαλητό. Δε χρειάστηκε να την κουβαλήσει μέχρι το σπίτι, την έσυρε απλά σε μια διαδρομή που δε γράφτηκε ποτέ στη μνήμη της και την πήγε στο κρεβάτι που θα ξάπλωναν. Άρχισε να τον δαγκώνει. Με το δεξί της άστραψε ένα χαστούκι λέγοντας της «Γαμώ την παναγία μου, κοιμάται ο άλλος δίπλα σου λέω» κι έτσι κοιμήθηκαν πλάτη με πλάτη σε εμβρυακή στάση μέχρι το πρωί. Πέρασαν σχεδόν όλο το πρωί στο κρεβάτι όπου πηδήχτηκαν όσο και όπως μπορούσαν έχοντας μαζί τους μια κάμερα να έχει γίνει μάρτυρας της τελευταίας ερωτικής τους σκηνής. Η’ για την ακρίβεια της προτελευταίας αφού λίγο πριν φύγει πηδήχτηκαν και στον καναπέ εκτεθειμένοι στ’αδηφάγα βλέμματα των γειτόνων. Τρεις μέρες αργότερα εντόπισε έναν καφέ λεκέ στα σεντόνια. Δε μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά αίμα. Δεν ήξερε τι να περιμένει πάντως όταν του είπε για την αιμορραγία δεν εξεπλάγην. Κανόνισαν τις λεπτομέρειες και βρέθηκαν στο γυναικολόγο. Άδειο τι ιατρείο, εκείνη μέσα, εκείνος στην αίθουσα αναμονής παρατηρούσε έναν πίνακα με μια γυμνή γυναίκα και απορούσε με την αισθητική του γιατρού. Του φάνηκε κάπως σαν μπλακ χιούμορ. Η αίθουσα μακρόστενη το ένα σετ καναπέδων μαύρο, το άλλο εμπριμέ σαν καλοκαιρινό τραπεζομάντιλο, παλιό διαμέρισμα που θα μπορούσε να είχε διατηρηθεί λίγο καλύτερα. Δεν έμειναν πολύ εκεί, ο δρόμος της επιστροφής ήταν μια πορεία προς το οριστικό αντίο, ένα αντίο που το σχεδίαζε αλλιώς αλλά ξέχασε τ’αμύγδαλα σπίτι του φουριόζος καθώς ήταν για να φύγει. Πικρό αντίο ύστερα από την εσχάτη προδοσία του.
Τούτη την ώρα δε μου βγαίνει να πετάξω το μπαλάκι κάπου, ίσως το πράξω στο προσεχές μέλλον.
Πήγε και την πήρε από το σπίτι της για να μη χάσουνε χρόνο. Όταν εκείνος έφτανε εκείνη έβγαινε από το μπάνιο και στο σινιάλο της αναπάντητης του ανταποκρίθηκε μ’ένα σημάδι που αρχικά θεώρησε ότι ήταν της νίκης αλλά γρήγορα πείστηκε πως εννοούσε «έρχομαι σε δύο λεπτά». Εννοείται πως περίμενε περισσότερα αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Η πρόταση του είχε μάλλον πέσει στο κενό και τελικά οι διαβουλεύσεις τους οδήγησαν σε κάποιο μπαράκι κοντά στο σπίτι του όπου κόσμος πήγαινε κι ερχόταν αλλά κυρίως έφευγε κι έτσι λίγο πριν τις τρεις έφυγαν αφήνοντας μία ή δύο παρέες ακόμη να τραβήξουν το κουπί. Στο δρόμο την πήρε ο ύπνος ενώ εκείνος είχε διάθεση για βόλτα κι έτσι χάθηκε στους δρόμους της Αθήνας δείχνοντας της μέρη που είχαν μια κάποια σχέση με τη ζωή του και ήταν σα να τα διηγούνταν στον εαυτό του ενώ συχνά πυκνά με το ένα του χέρι προσπαθούσε να τη βάλει σωστά στο κάθισμα του συνοδηγού γιατί είχε αφεθεί τόσο που ούτε η ζώνη δε μπορούσε να τη συγκρατήσει κι έπεφτε συνέχεια μπροστά του. Όποιος τους έβλεπε από τα διπλανά αυτοκίνητα θα μπορούσε να συμπεράνει ότι του παίρνει πίπα όμως αυτή ήταν ένα στάδιο πριν το ροχαλητό. Δε χρειάστηκε να την κουβαλήσει μέχρι το σπίτι, την έσυρε απλά σε μια διαδρομή που δε γράφτηκε ποτέ στη μνήμη της και την πήγε στο κρεβάτι που θα ξάπλωναν. Άρχισε να τον δαγκώνει. Με το δεξί της άστραψε ένα χαστούκι λέγοντας της «Γαμώ την παναγία μου, κοιμάται ο άλλος δίπλα σου λέω» κι έτσι κοιμήθηκαν πλάτη με πλάτη σε εμβρυακή στάση μέχρι το πρωί. Πέρασαν σχεδόν όλο το πρωί στο κρεβάτι όπου πηδήχτηκαν όσο και όπως μπορούσαν έχοντας μαζί τους μια κάμερα να έχει γίνει μάρτυρας της τελευταίας ερωτικής τους σκηνής. Η’ για την ακρίβεια της προτελευταίας αφού λίγο πριν φύγει πηδήχτηκαν και στον καναπέ εκτεθειμένοι στ’αδηφάγα βλέμματα των γειτόνων. Τρεις μέρες αργότερα εντόπισε έναν καφέ λεκέ στα σεντόνια. Δε μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά αίμα. Δεν ήξερε τι να περιμένει πάντως όταν του είπε για την αιμορραγία δεν εξεπλάγην. Κανόνισαν τις λεπτομέρειες και βρέθηκαν στο γυναικολόγο. Άδειο τι ιατρείο, εκείνη μέσα, εκείνος στην αίθουσα αναμονής παρατηρούσε έναν πίνακα με μια γυμνή γυναίκα και απορούσε με την αισθητική του γιατρού. Του φάνηκε κάπως σαν μπλακ χιούμορ. Η αίθουσα μακρόστενη το ένα σετ καναπέδων μαύρο, το άλλο εμπριμέ σαν καλοκαιρινό τραπεζομάντιλο, παλιό διαμέρισμα που θα μπορούσε να είχε διατηρηθεί λίγο καλύτερα. Δεν έμειναν πολύ εκεί, ο δρόμος της επιστροφής ήταν μια πορεία προς το οριστικό αντίο, ένα αντίο που το σχεδίαζε αλλιώς αλλά ξέχασε τ’αμύγδαλα σπίτι του φουριόζος καθώς ήταν για να φύγει. Πικρό αντίο ύστερα από την εσχάτη προδοσία του.
Τούτη την ώρα δε μου βγαίνει να πετάξω το μπαλάκι κάπου, ίσως το πράξω στο προσεχές μέλλον.