Κι έτσι αφού ολοκληρώθηκε η ταλαιπωρία μου με τους ορούς και τα σχετικά προσπάθησα να κλείσω τα μάτια μου για να ξεκουραστώ επιτέλους και να σαπίσω στον ύπνο μέχρι το πρωί. Αυτό που δεν είχα προβλέψει ήταν πως θα κοιμόμουν μεν, μέχρι νωρίς το πρωί δε. Και όταν λέμε νωρίς, εννοούμε λίγο πριν τις έξι, πριν ο ήλιος ακόμα να φέξει. Συνειδητοποίησα τότε κάτι το τραγικό. Ήμουν στο δεύτερο θάλαμο και οι νοσοκόμες ξεκινούσαν τη μέρα σειριακά. Εκεί λοιπόν που εσύ γαλήνιος έβλεπες το όνειρο σου ερχόταν για να μετρήσουν την πίεση και τη θερμοκρασία. Μπορεί να έτρωγες πρώτος λόγω αριθμού δωματίου αλλά το να ξυπνάς πρώτος ήταν πολύ χειρότερο. Άρχισα λοιπόν να αντιλαμβάνομαι σιγά σιγά την κατάσταση στο δωμάτιο.
Ο κυρ – Μήτσος απέναντι ήταν ένα ερείπιο με φοβερή όμως όρεξη στο φαγητό αλλά με αδυναμία να κάνει το οτιδήποτε και κυρίως να σηκωθεί. Γενικά ήταν σαν τον ψόφιο κοριό όλες τις μέρες και κυρίως κοιμόταν ή καθόταν με κλειστά τα μάτια. Διαγώνια απέναντι ήταν ο κυρ-Σπύρος ο οποίος είχε τρελό κόλλημα με το ξύρισμα. Ξυριζόταν κάθε μέρα με τη μηχανή του ο θόρυβος της οποίας μου έσπαγε τα νεύρα. Ο κυρ-Κώστας στ’ αριστερά μου ήταν ο πιο αχώνευτος και δεν είχα ιδιαίτερες παρτίδες μαζί του. Έφυγε την Τετάρτη κι αυτός ήταν ένας λόγος για να τον μισήσω περισσότερο. Άλλους δεν είχαμε εκτός από μια κυρία που ερχόταν για να προσέχει το Μήτσο τα πρωινά και τον αδερφό του που ήταν τακτικός ενώ ο γιος του φάνηκε δύο φορές. Στο Σπύρο ήταν η γυναίκα του μόνιμα σχεδόν εκεί ενώ στον άλλον το μουντρούχο σχεδόν κανείς.
Είχαμε βέβαια και δύο αφίξεις κάπως έκτακτες. Ο Σπύρος νούμερο δύο ήρθε για έξι ώρες τη μέρα που έφυγε ο Κώστας ενώ την Πέμπτη που έφυγε ο Σπύρος νούμερο ένα, έφεραν έναν άλλο τύπο που για κάποιο λόγο δε μπορώ να θυμηθώ το όνομα του αλλά μόνο το επώνυμο. Αυτός ήταν μορφή και ειδικά τη μέρα που ήρθε εγώ είχα τόσα νεύρα που μου έφτιαξε το κέφι. Αλλά γι’ αυτόν θα πούμε αργότερα μερικά πράγματα. Να σημειώσω επίσης ότι ο Σπύρος νούμερο δύο είχε ωραία κόρη της οποίας το κινητό χτύπαγε με τον ήχο του Darling των Stories. Α την Παρασκευή ήρθε ακόμη ένας την ώρα που έφευγα ο οποίος πραγματικά δεν την πάλευε καθόλου. Σε κάθε περίπτωση εγώ ευχήθηκα περαστικά σε όλους. Α και ο αγνώστου ονόματος είχε ωραία κόρη.
Στη συνέχεια κι ενώ προσπάθησα να κοιμηθώ ήρθε μία νοσοκόμα η οποία ήθελε σώνει και ντε να μου πάρει αίμα. Εγώ της είπα ότι έδωσα χθες αλλά εκείνη δε με άκουγε και ήθελε κι άλλο. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ήταν βρικόλακας δεν εξηγείται αλλιώς. Έδωσα και το αίμα μου και μετά ήρθαν να στρώσουν τα κρεβάτια και να αλλάξουν σεντόνια. Ξέχασα να πω ότι πριν το αίμα αλλά μετά την πίεση ήρθαν για να καθαρίσουν. Ξεσκόνισμα με βετέξ, σκούπισμα, σφουγγάρισμα. Και σε όποιον έμπαινε να λες και καλημέρα. Και δε ξέρω για τους άλλους αλλά για εμένα δεν ήταν σε καμία περίπτωση. Μετά τον ιματισμό περνούσαν συνήθως οι γιατροί. Λέγανε τα δικά τους, έλεγα κι εγώ τα δικά μου, γενικά μπορώ να πω ότι επικρατούσε η γνώμη τους παρά τα ισχυρά επιχειρήματα μου. Οι νοσοκόμες ερχόταν και σε κάτι άσχετες φάσεις για να δώσουν φάρμακα, είτε σε εμένα, είτε στους άλλους φιλοξενούμενους, είτε σε όλους μαζί. Επίσης όποτε άλλαζε η βάρδια ερχόταν οι νέες νοσοκόμες να δούνε αν είμαστε καλά και αν θέλουμε κάτι και για να πούνε ένα γεια βρε αδερφέ. Γενικά έμπαιναν πάντα απροειδοποίητα και αυτό το θεωρώ μεγάλη αγένεια αν και κατά τ’ άλλα η συμπεριφορά τους ήταν άψογη. Τρώγαμε στη μία και μισή το μεσημέρι και στις έξι και μισή το απόγευμα για βράδυ, ενώ είχαμε πρωινό και δεκατιανό, όχι κάτι το σπουδαίο όμως, καμία σχέση δηλαδή με τα πρωινά που περιέχουν μπέικον, αυγά, λουκάνικα και άλλα πράγματα του Θεού. Όχι πως αυτά που τρώγαμε ήταν καταραμένα αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις ως ενδεδειγμένα πρωινά και ειδικά για ένα τσέλιγκα. Κάποια στιγμή μέσα στη μέρα πήγα και για ακτινογραφία η όποια όπως και είχα προβλέψει δεν έδειξε τίποτα.
Από επισκέψεις δε μπορώ να πω, είχα μπόλικες και πέρναγε κάπως η ώρα μου αν και γενικά όταν είσαι μέσα στο νοσοκομείο υπάρχει μια διαστολή του χρόνου και αυτή δεν είναι συνήθως για καλό. Οριοθετώ λοιπόν το σκηνικό. Δευτέρα βράδυ, εγώ καθισμένος σταυροπόδι πάνω στο κρεβάτι να διαβάζω κάτι ασήμαντο και σε κάποια φάση που γυρνάω το κεφάλι μου μαζί με τη σελίδα βλέπω το φωτισμένο πρόσωπο της. Δύο μέρες αργότερα θα σιγοτραγουδούσα τους παρακάτω στίχους:
I know a girl she walks the asphalt world
She comes to me and I supply her with ecstasy
Sometimes we ride in a taxi to the ends of the city
Like big stars in the back seat like skeletons ever so pretty
I know a girl she walks the asphalt world
But where does she go?
And what does she do?
And how does she feel when shes next to you?
And who does she love in time-honored fur?
Is it me or her?
I know a girl she walks the asphalt world
Shes got a friend, they share mascara I pretend
Sometimes they fly from the covers to the winter of the river
For these silent stars of the cinema
Its in the blood stream, its in the liver
I know a girl, she walks the asphalt felt world
But where does she go?
And what does she do?
And how does she feel when shes next to you?
And who does she love in time-honored fur?
Is it me or is it her?
With ice in her blood
And a dove in her head
Well how does she feel when shes in your bed?
When youre there in her arms
And there in her legs
Well Ill be in her head
Cuz thats where I go
And thats what I do
And thats how it feels when the sex turns cruel
Yes both of us need her, this is the asphalt world
...όμως εκείνο το βράδυ και το επόμενο, κυρίως το επόμενο, αχ να μπορούσατε μόνο να δείτε τα μάτια της και θα καταλαβαίνατε.
Την Τρίτη ήρθε μια νοσοκόμα να μου πάρει αίμα και φορούσε κάτι τζουρτζουλί γυαλιά, κουλ άτομο σκέφτηκα μόνο που όταν μου κάρφωσε τη σύριγγα, νόμισε πως είχε βρει φλέβα και μετά άρχισε τους πειραματισμούς προσπαθώντας να με ρουφήξει. Με τα πολλά το κατάφερε χωρίς ευτυχώς να μελανιάσει το χέρι μου ή να πεθάνω από τον πόνο. Αγχώθηκε κιόλας, τη λυπήθηκα μπορώ να πω αλλά δε θα την άφηνα να μου ξαναπάρει αίμα. Στη συνέχεια πήγα για υπέρηχο αφού είχα τσιτώσει με νερό κάτι που συνεχίζω ακόμη ως σήμερα για να είναι λέει γεμάτη η κύστη μου. Τώρα το πίνω για να μην αφυδατώνομαι αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, γεμίζει η κύστη μου και πάω για κατούρημα σα να έχω πει μπύρες κάτι που δε μπορώ να κάνω λόγω αντιβίωσης.
Ήλπιζα λοιπόν κι εγώ ο καψερός ότι την Τετάρτη θα βγω. Οι γιατροί όμως είχαν άλλη άποψη παρόλο που όλες οι εξετάσεις βγήκαν μια χαρά. Ευτυχώς που ήρθε κι ένας φίλος το βράδυ να δούμε τον αγώνα κι έτσι πέρασε κάπως η ώρα αν και αυτός έπινε μπύρες ενώ εγώ νερά οπότε και είχα κάθε δικαίωμα να τον μισήσω. Κι έρχεται η Πέμπτη αυτή η ευλογημένη μέρα που είμαι σίγουρος ότι θα μου πούνε ευχαριστούμε που μας προτιμήσατε, άντε σπιτάκι σας τώρα. Το κακό σημάδι ήρθε νωρίς. Βλέπω μπροστά μου τον καριόλη που μου έβαλε το πράσινο μαντζαφλάρι στις αμυγδαλές. Με ρωτάει αν είμαι καλά και πως πάω γενικά και με το πιο δολοφονικό μου βλέμμα του λέω «Εσύ Φταις». Δεν είπε κάτι άλλο όμως εγώ σε πρώτη ευκαιρία θα του κάνω την ίδια εξέταση. Το έχω ορκιστεί. Έρχεται κατόπιν η ομάδα των γιατρών της κλινικής που ανήκα χωρίς όμως το διευθυντή και με τη γιατρό στην οποία ήμουν χρεωμένος να έχει ένα πελώριο χαμόγελο. Μου λέει μια γλυκιά καλημέρα και της λέω «ελπίζω να έχω κι εγώ αυτό το χαμόγελο μετά τα νέα που μου έχετε». Θα έχεις μου απαντάει η αναίσθητη και είμαι έτοιμος να τη φιλήσω ενώ ήδη με το αριστερό μου χέρι άρχισα να ξηλώνω τα λευκοπλάστ που κρατούσαν στη θέση του το φλεβοκαθετηράκι. Αύριο βγαίνεις, μου λέει με στόμφο κι ένιωσα τον κόσμο να χάνεται. Διαμαρτυρήθηκα αλλά ήταν ανένδοτη. Επέμεινα αλλά το ίδιο έκανε κι αυτή. Καταδίκη σκέτη ήταν αυτό αλλά ήμουν όμηρος.
Την προηγούμενη μέρα ο κυρ-Μήτσος που είχε να χέσει κανένα δεκαπενθήμερο ήπιε σχεδόν μια κάβα ολόκληρη γάλα μαγνησίας και του έκαναν και δύο ενισχυμένα κλύσματα. Το αποτέλεσμα ήταν σαν την παροιμία: «Είπα στο χαζό να χέσει και ξεκωλιάστηκε». Έχεζε όλη την ώρα, δε μπορούσες να μείνεις στο δωμάτιο ούτε λεπτό. Και προφανώς χεζόταν πάνω του αφού ο καψερός δε μπορούσε να κουνηθεί και άντε να τον καθαρίσουν. Δράμα. Σκεφτόμουν λοιπόν ότι αφού είχε ήδη χεστεί και το πρωί μια φορά δε θα την έβγαζα καθαρή. Όντας εμφανώς ταραγμένος από τη δυσάρεστη εξέλιξη των πραγμάτων προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι άσχετο για να παρηγορηθώ. Εκεί λοιπόν που είχα φορτσάρει στη σκέψη νιώθω κάτι υγρό στο χέρι μου στο σημείο που ήταν το φλεβοκαθετηράκι. Πάω στη νοσοκόμα και της λέω αυτό στάζει και πηγαίνω προς το δωμάτιο. Με το που μπαίνω μέσα στο θάλαμο έκανε την εμφάνιση του αυτό που έσταζε και το ένιωθα υγρό. Φουλ αίμα και μια κυρία έτρεξε να φωνάξει τη νοσοκόμα να έρθει αμέσως. Πράγματι ήρθε εκείνη με τα σύνεργα και προσπαθεί να φτιάξει την κατάσταση. Εγώ να ξεφυσάω από θυμό και οργή. Την κοίταγα λες και ήταν ο πιο θανάσιμος εχθρός μου. «Φοβάσαι;», με ρώτησε και της απάντησα «Όχι, εκνευρισμένος είμαι». «Μην ανησυχείς συμβαίνουν αυτά, θα το φτιάξουμε τώρα αμέσως» μου λέει και της απαντώ «Δεν είμαι εκνευρισμένος γι’ αυτό αλλά που έμεινα και σήμερα μέσα». Κάπου εκεί κατάλαβε ότι δεν είναι καλό να συνεχίσει το διάλογο και το βούλωσε, εξέλιξη που την προτιμούσα εκείνη τη στιγμή διότι αλλιώς μπορεί και να της έχωνα καμία γροθιά με τ’ αριστερό.
Ώσπου ήρθε ο τύπος με το άγνωστο όνομα και ξεράθηκα στο γέλιο. Το παρακάτω περιστατικό είναι χαρακτηριστικό. Έρχονται για να του κάνουν κλύσμα. Τραβάει ο νοσοκόμος την κουρτίνα για να μην τον βλέπουμε οι υπόλοιποι και του λέει το και το. Κάνει την προεργασία και τον ρωτάει αν είναι έτοιμος. Φωνάζει λοιπόν ο τύπος «Πατίκωστο βαθιά». Έλιωσα στο γέλιο. Τελειώνει ο νοσοκόμος και φεύγει λέγοντας του όποτε του έρθει να πάει στην τουαλέτα. Δεν περνάν δύο λεπτά και αρχίζει να φωνάζει «Να πάω! Που να πάω; Πως να πάω; Αφού είμαι ξεβράκωτος, πω πω θα τα μπλοκάρω όλα εδώ, τι γίνεται;». Προσπαθούσε να πατήσει το κουμπί κάτι που έκανα εγώ για να τον διευκολύνω και λέω στο νοσοκόμο σε θέλει ο δικός σου. Πάει αυτός, ξεσυνδέει τον τύπο από τον ορό, αυτός αρπάζει μια πάνα την οποία τη φοράει για να κρύβει το εμπρός μέρος και η γυναίκα του τον κυνηγάει λέγοντας του βάλε ένα σώβρακο όσο αυτός τρέχει χοροπηδητά για να πάει στην τουαλέτα. Μιλάμε για το γέλιο. Άλλο να σας το λέω κι άλλο να το βλέπετε. Έγιναν και διάφορα άλλα που με συνέφεραν κάπως οπότε και δεν έκανα κανένα έγκλημα.
Την επόμενη μέρα από το πρωί ήμουν ανήσυχος και ταραγμένος. Ήταν Παρασκευή και αν για κάποιο λόγο άλλαζε η απόφαση για το εξιτήριο αυτό θα σήμαινε πως το τριήμερο θα το πέρναγα μέσα. Φρίκη! Μέχρι να μου πούνε πήγαινε κάτω στους γιατρούς να πάρεις το εξιτήριο είχα λαλήσει. Ετοιμάστηκα σε χρόνο dt. Εξαφανίστηκα ακόμη πιο γρήγορα. Φτάνω σπίτι και αφού δε βρίσκω τα κλειδιά ν’ ανοίξω χτυπάω το κουδούνι. Ανεβαίνω, αφήνω τα πράγματα, ανοίγω και το θερμοσίφωνο για να βουτήξω σε καυτό νερό και βλέπω τα κλειδιά μου πάνω στο γραφείο μου.
Συμπέρασμα: Ποτέ μη φεύγετε από το σπίτι χωρίς κλειδιά, δεν είναι σίγουρο ότι θα επιστρέψετε.
Ο κυρ – Μήτσος απέναντι ήταν ένα ερείπιο με φοβερή όμως όρεξη στο φαγητό αλλά με αδυναμία να κάνει το οτιδήποτε και κυρίως να σηκωθεί. Γενικά ήταν σαν τον ψόφιο κοριό όλες τις μέρες και κυρίως κοιμόταν ή καθόταν με κλειστά τα μάτια. Διαγώνια απέναντι ήταν ο κυρ-Σπύρος ο οποίος είχε τρελό κόλλημα με το ξύρισμα. Ξυριζόταν κάθε μέρα με τη μηχανή του ο θόρυβος της οποίας μου έσπαγε τα νεύρα. Ο κυρ-Κώστας στ’ αριστερά μου ήταν ο πιο αχώνευτος και δεν είχα ιδιαίτερες παρτίδες μαζί του. Έφυγε την Τετάρτη κι αυτός ήταν ένας λόγος για να τον μισήσω περισσότερο. Άλλους δεν είχαμε εκτός από μια κυρία που ερχόταν για να προσέχει το Μήτσο τα πρωινά και τον αδερφό του που ήταν τακτικός ενώ ο γιος του φάνηκε δύο φορές. Στο Σπύρο ήταν η γυναίκα του μόνιμα σχεδόν εκεί ενώ στον άλλον το μουντρούχο σχεδόν κανείς.
Είχαμε βέβαια και δύο αφίξεις κάπως έκτακτες. Ο Σπύρος νούμερο δύο ήρθε για έξι ώρες τη μέρα που έφυγε ο Κώστας ενώ την Πέμπτη που έφυγε ο Σπύρος νούμερο ένα, έφεραν έναν άλλο τύπο που για κάποιο λόγο δε μπορώ να θυμηθώ το όνομα του αλλά μόνο το επώνυμο. Αυτός ήταν μορφή και ειδικά τη μέρα που ήρθε εγώ είχα τόσα νεύρα που μου έφτιαξε το κέφι. Αλλά γι’ αυτόν θα πούμε αργότερα μερικά πράγματα. Να σημειώσω επίσης ότι ο Σπύρος νούμερο δύο είχε ωραία κόρη της οποίας το κινητό χτύπαγε με τον ήχο του Darling των Stories. Α την Παρασκευή ήρθε ακόμη ένας την ώρα που έφευγα ο οποίος πραγματικά δεν την πάλευε καθόλου. Σε κάθε περίπτωση εγώ ευχήθηκα περαστικά σε όλους. Α και ο αγνώστου ονόματος είχε ωραία κόρη.
Στη συνέχεια κι ενώ προσπάθησα να κοιμηθώ ήρθε μία νοσοκόμα η οποία ήθελε σώνει και ντε να μου πάρει αίμα. Εγώ της είπα ότι έδωσα χθες αλλά εκείνη δε με άκουγε και ήθελε κι άλλο. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ήταν βρικόλακας δεν εξηγείται αλλιώς. Έδωσα και το αίμα μου και μετά ήρθαν να στρώσουν τα κρεβάτια και να αλλάξουν σεντόνια. Ξέχασα να πω ότι πριν το αίμα αλλά μετά την πίεση ήρθαν για να καθαρίσουν. Ξεσκόνισμα με βετέξ, σκούπισμα, σφουγγάρισμα. Και σε όποιον έμπαινε να λες και καλημέρα. Και δε ξέρω για τους άλλους αλλά για εμένα δεν ήταν σε καμία περίπτωση. Μετά τον ιματισμό περνούσαν συνήθως οι γιατροί. Λέγανε τα δικά τους, έλεγα κι εγώ τα δικά μου, γενικά μπορώ να πω ότι επικρατούσε η γνώμη τους παρά τα ισχυρά επιχειρήματα μου. Οι νοσοκόμες ερχόταν και σε κάτι άσχετες φάσεις για να δώσουν φάρμακα, είτε σε εμένα, είτε στους άλλους φιλοξενούμενους, είτε σε όλους μαζί. Επίσης όποτε άλλαζε η βάρδια ερχόταν οι νέες νοσοκόμες να δούνε αν είμαστε καλά και αν θέλουμε κάτι και για να πούνε ένα γεια βρε αδερφέ. Γενικά έμπαιναν πάντα απροειδοποίητα και αυτό το θεωρώ μεγάλη αγένεια αν και κατά τ’ άλλα η συμπεριφορά τους ήταν άψογη. Τρώγαμε στη μία και μισή το μεσημέρι και στις έξι και μισή το απόγευμα για βράδυ, ενώ είχαμε πρωινό και δεκατιανό, όχι κάτι το σπουδαίο όμως, καμία σχέση δηλαδή με τα πρωινά που περιέχουν μπέικον, αυγά, λουκάνικα και άλλα πράγματα του Θεού. Όχι πως αυτά που τρώγαμε ήταν καταραμένα αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις ως ενδεδειγμένα πρωινά και ειδικά για ένα τσέλιγκα. Κάποια στιγμή μέσα στη μέρα πήγα και για ακτινογραφία η όποια όπως και είχα προβλέψει δεν έδειξε τίποτα.
Από επισκέψεις δε μπορώ να πω, είχα μπόλικες και πέρναγε κάπως η ώρα μου αν και γενικά όταν είσαι μέσα στο νοσοκομείο υπάρχει μια διαστολή του χρόνου και αυτή δεν είναι συνήθως για καλό. Οριοθετώ λοιπόν το σκηνικό. Δευτέρα βράδυ, εγώ καθισμένος σταυροπόδι πάνω στο κρεβάτι να διαβάζω κάτι ασήμαντο και σε κάποια φάση που γυρνάω το κεφάλι μου μαζί με τη σελίδα βλέπω το φωτισμένο πρόσωπο της. Δύο μέρες αργότερα θα σιγοτραγουδούσα τους παρακάτω στίχους:
I know a girl she walks the asphalt world
She comes to me and I supply her with ecstasy
Sometimes we ride in a taxi to the ends of the city
Like big stars in the back seat like skeletons ever so pretty
I know a girl she walks the asphalt world
But where does she go?
And what does she do?
And how does she feel when shes next to you?
And who does she love in time-honored fur?
Is it me or her?
I know a girl she walks the asphalt world
Shes got a friend, they share mascara I pretend
Sometimes they fly from the covers to the winter of the river
For these silent stars of the cinema
Its in the blood stream, its in the liver
I know a girl, she walks the asphalt felt world
But where does she go?
And what does she do?
And how does she feel when shes next to you?
And who does she love in time-honored fur?
Is it me or is it her?
With ice in her blood
And a dove in her head
Well how does she feel when shes in your bed?
When youre there in her arms
And there in her legs
Well Ill be in her head
Cuz thats where I go
And thats what I do
And thats how it feels when the sex turns cruel
Yes both of us need her, this is the asphalt world
...όμως εκείνο το βράδυ και το επόμενο, κυρίως το επόμενο, αχ να μπορούσατε μόνο να δείτε τα μάτια της και θα καταλαβαίνατε.
Την Τρίτη ήρθε μια νοσοκόμα να μου πάρει αίμα και φορούσε κάτι τζουρτζουλί γυαλιά, κουλ άτομο σκέφτηκα μόνο που όταν μου κάρφωσε τη σύριγγα, νόμισε πως είχε βρει φλέβα και μετά άρχισε τους πειραματισμούς προσπαθώντας να με ρουφήξει. Με τα πολλά το κατάφερε χωρίς ευτυχώς να μελανιάσει το χέρι μου ή να πεθάνω από τον πόνο. Αγχώθηκε κιόλας, τη λυπήθηκα μπορώ να πω αλλά δε θα την άφηνα να μου ξαναπάρει αίμα. Στη συνέχεια πήγα για υπέρηχο αφού είχα τσιτώσει με νερό κάτι που συνεχίζω ακόμη ως σήμερα για να είναι λέει γεμάτη η κύστη μου. Τώρα το πίνω για να μην αφυδατώνομαι αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, γεμίζει η κύστη μου και πάω για κατούρημα σα να έχω πει μπύρες κάτι που δε μπορώ να κάνω λόγω αντιβίωσης.
Ήλπιζα λοιπόν κι εγώ ο καψερός ότι την Τετάρτη θα βγω. Οι γιατροί όμως είχαν άλλη άποψη παρόλο που όλες οι εξετάσεις βγήκαν μια χαρά. Ευτυχώς που ήρθε κι ένας φίλος το βράδυ να δούμε τον αγώνα κι έτσι πέρασε κάπως η ώρα αν και αυτός έπινε μπύρες ενώ εγώ νερά οπότε και είχα κάθε δικαίωμα να τον μισήσω. Κι έρχεται η Πέμπτη αυτή η ευλογημένη μέρα που είμαι σίγουρος ότι θα μου πούνε ευχαριστούμε που μας προτιμήσατε, άντε σπιτάκι σας τώρα. Το κακό σημάδι ήρθε νωρίς. Βλέπω μπροστά μου τον καριόλη που μου έβαλε το πράσινο μαντζαφλάρι στις αμυγδαλές. Με ρωτάει αν είμαι καλά και πως πάω γενικά και με το πιο δολοφονικό μου βλέμμα του λέω «Εσύ Φταις». Δεν είπε κάτι άλλο όμως εγώ σε πρώτη ευκαιρία θα του κάνω την ίδια εξέταση. Το έχω ορκιστεί. Έρχεται κατόπιν η ομάδα των γιατρών της κλινικής που ανήκα χωρίς όμως το διευθυντή και με τη γιατρό στην οποία ήμουν χρεωμένος να έχει ένα πελώριο χαμόγελο. Μου λέει μια γλυκιά καλημέρα και της λέω «ελπίζω να έχω κι εγώ αυτό το χαμόγελο μετά τα νέα που μου έχετε». Θα έχεις μου απαντάει η αναίσθητη και είμαι έτοιμος να τη φιλήσω ενώ ήδη με το αριστερό μου χέρι άρχισα να ξηλώνω τα λευκοπλάστ που κρατούσαν στη θέση του το φλεβοκαθετηράκι. Αύριο βγαίνεις, μου λέει με στόμφο κι ένιωσα τον κόσμο να χάνεται. Διαμαρτυρήθηκα αλλά ήταν ανένδοτη. Επέμεινα αλλά το ίδιο έκανε κι αυτή. Καταδίκη σκέτη ήταν αυτό αλλά ήμουν όμηρος.
Την προηγούμενη μέρα ο κυρ-Μήτσος που είχε να χέσει κανένα δεκαπενθήμερο ήπιε σχεδόν μια κάβα ολόκληρη γάλα μαγνησίας και του έκαναν και δύο ενισχυμένα κλύσματα. Το αποτέλεσμα ήταν σαν την παροιμία: «Είπα στο χαζό να χέσει και ξεκωλιάστηκε». Έχεζε όλη την ώρα, δε μπορούσες να μείνεις στο δωμάτιο ούτε λεπτό. Και προφανώς χεζόταν πάνω του αφού ο καψερός δε μπορούσε να κουνηθεί και άντε να τον καθαρίσουν. Δράμα. Σκεφτόμουν λοιπόν ότι αφού είχε ήδη χεστεί και το πρωί μια φορά δε θα την έβγαζα καθαρή. Όντας εμφανώς ταραγμένος από τη δυσάρεστη εξέλιξη των πραγμάτων προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι άσχετο για να παρηγορηθώ. Εκεί λοιπόν που είχα φορτσάρει στη σκέψη νιώθω κάτι υγρό στο χέρι μου στο σημείο που ήταν το φλεβοκαθετηράκι. Πάω στη νοσοκόμα και της λέω αυτό στάζει και πηγαίνω προς το δωμάτιο. Με το που μπαίνω μέσα στο θάλαμο έκανε την εμφάνιση του αυτό που έσταζε και το ένιωθα υγρό. Φουλ αίμα και μια κυρία έτρεξε να φωνάξει τη νοσοκόμα να έρθει αμέσως. Πράγματι ήρθε εκείνη με τα σύνεργα και προσπαθεί να φτιάξει την κατάσταση. Εγώ να ξεφυσάω από θυμό και οργή. Την κοίταγα λες και ήταν ο πιο θανάσιμος εχθρός μου. «Φοβάσαι;», με ρώτησε και της απάντησα «Όχι, εκνευρισμένος είμαι». «Μην ανησυχείς συμβαίνουν αυτά, θα το φτιάξουμε τώρα αμέσως» μου λέει και της απαντώ «Δεν είμαι εκνευρισμένος γι’ αυτό αλλά που έμεινα και σήμερα μέσα». Κάπου εκεί κατάλαβε ότι δεν είναι καλό να συνεχίσει το διάλογο και το βούλωσε, εξέλιξη που την προτιμούσα εκείνη τη στιγμή διότι αλλιώς μπορεί και να της έχωνα καμία γροθιά με τ’ αριστερό.
Ώσπου ήρθε ο τύπος με το άγνωστο όνομα και ξεράθηκα στο γέλιο. Το παρακάτω περιστατικό είναι χαρακτηριστικό. Έρχονται για να του κάνουν κλύσμα. Τραβάει ο νοσοκόμος την κουρτίνα για να μην τον βλέπουμε οι υπόλοιποι και του λέει το και το. Κάνει την προεργασία και τον ρωτάει αν είναι έτοιμος. Φωνάζει λοιπόν ο τύπος «Πατίκωστο βαθιά». Έλιωσα στο γέλιο. Τελειώνει ο νοσοκόμος και φεύγει λέγοντας του όποτε του έρθει να πάει στην τουαλέτα. Δεν περνάν δύο λεπτά και αρχίζει να φωνάζει «Να πάω! Που να πάω; Πως να πάω; Αφού είμαι ξεβράκωτος, πω πω θα τα μπλοκάρω όλα εδώ, τι γίνεται;». Προσπαθούσε να πατήσει το κουμπί κάτι που έκανα εγώ για να τον διευκολύνω και λέω στο νοσοκόμο σε θέλει ο δικός σου. Πάει αυτός, ξεσυνδέει τον τύπο από τον ορό, αυτός αρπάζει μια πάνα την οποία τη φοράει για να κρύβει το εμπρός μέρος και η γυναίκα του τον κυνηγάει λέγοντας του βάλε ένα σώβρακο όσο αυτός τρέχει χοροπηδητά για να πάει στην τουαλέτα. Μιλάμε για το γέλιο. Άλλο να σας το λέω κι άλλο να το βλέπετε. Έγιναν και διάφορα άλλα που με συνέφεραν κάπως οπότε και δεν έκανα κανένα έγκλημα.
Την επόμενη μέρα από το πρωί ήμουν ανήσυχος και ταραγμένος. Ήταν Παρασκευή και αν για κάποιο λόγο άλλαζε η απόφαση για το εξιτήριο αυτό θα σήμαινε πως το τριήμερο θα το πέρναγα μέσα. Φρίκη! Μέχρι να μου πούνε πήγαινε κάτω στους γιατρούς να πάρεις το εξιτήριο είχα λαλήσει. Ετοιμάστηκα σε χρόνο dt. Εξαφανίστηκα ακόμη πιο γρήγορα. Φτάνω σπίτι και αφού δε βρίσκω τα κλειδιά ν’ ανοίξω χτυπάω το κουδούνι. Ανεβαίνω, αφήνω τα πράγματα, ανοίγω και το θερμοσίφωνο για να βουτήξω σε καυτό νερό και βλέπω τα κλειδιά μου πάνω στο γραφείο μου.
Συμπέρασμα: Ποτέ μη φεύγετε από το σπίτι χωρίς κλειδιά, δεν είναι σίγουρο ότι θα επιστρέψετε.