Γύρισε σπίτι της αργά με μια προσμονή χωρίς όμως να ξέρει τι ακριβώς έπρεπε να περιμένει και γιατί. Άνοιξε τον υπολογιστή και στη συνέχεια το ραδιόφωνο στο κομοδίνο της κι έμεινε με τα εσώρουχα μόνο βαμμένη και με τον ιδρώτα να ‘χει στεγνώσει πάνω της.
«Μπήκε στη ντίσκο σαν άγριο παγώνι / Σάββατο βράδυ κάτι μύρισε σαν αίμα / Όλη τη νύχτα χόρεψε στην πίστα μόνη / Κι ήτανε όμορφη σαν ψέμα»
Γέλασε δυνατά ακούγοντας τους στίχους αυτούς και άρχισε να πάλλεται η γραμμή ανάμεσα στα τοξωτά φρύδια της. Άρχισε να διαβάζει μία μία τις σειρές κι ένιωθε να στροβιλίζεται όπως στην πίστα. Ζηλεύεις μόνο όταν αγαπάς της είχε πει κάποτε, σαράκι της έτρωγε την ψυχή μα υπήρχε ο όρκος του για να την καθησυχάσει. Και όταν έγιναν όλα αυτά ήταν ήδη Μάιος.
«Μπήκε στη ντίσκο σαν άγριο παγώνι / Σάββατο βράδυ κάτι μύρισε σαν αίμα / Όλη τη νύχτα χόρεψε στην πίστα μόνη / Κι ήτανε όμορφη σαν ψέμα»
Γέλασε δυνατά ακούγοντας τους στίχους αυτούς και άρχισε να πάλλεται η γραμμή ανάμεσα στα τοξωτά φρύδια της. Άρχισε να διαβάζει μία μία τις σειρές κι ένιωθε να στροβιλίζεται όπως στην πίστα. Ζηλεύεις μόνο όταν αγαπάς της είχε πει κάποτε, σαράκι της έτρωγε την ψυχή μα υπήρχε ο όρκος του για να την καθησυχάσει. Και όταν έγιναν όλα αυτά ήταν ήδη Μάιος.