«Έρχονται δύσκολες μέρες» σκέφτηκα καθώς άνοιγα τα μάτια μου καθόλου ευχαριστημένος που είχα ξυπνήσει παρά τη θέληση μου. Κι ενώ είχα προνοήσει βγάζοντας το σταθερό από την πρίζα και κλείνοντας το κινητό δε μπορούσα να φανταστώ ότι το μεσημεριανό μου φαγητό θα έφερνε την καταστροφή. Το φρέσκο κρεμμύδι έκανε κανονικό ταξίδι και καθώς ανέπνεα όχι με τόσο γρήγορους ρυθμούς, το άρωμα που έβγαινε από το στόμα μου, κατέληγε στα ρουθούνια μου τα οποία ευαίσθητα καθώς έχουν γίνει από την κόκα δεν άντεξαν κι άρχισα να στριφογυρίζω σα δαιμονισμένος. Τελικά δεν άντεξα και σηκώθηκα ενώ κατάλαβα πως και τα μαυρομάτικα φασόλια που είχα πασπαλίσει με το ψιλοκομμένο κρεμμύδι μου είχαν κάτσει κάπως βαριά. Μία κόκα κόλα που ήπια δεν είχε τα σπουδαία και θεαματικά αποτελέσματα που περίμενα κι έτσι δεν έμενε τίποτα άλλο από το να πλατσουρίσω στη μπανιέρα για να χαλαρώσω λιγάκι και ίσως αν στεκόμουν τυχερός να έπαιρνα έναν υπνάκο ακόμη.
Τελικά ύπνο δεν πρόλαβα να πάρω αλλά ευχαριστήθηκα πολύ όλη αυτήν την ατμόσφαιρα με τους υδρατμούς και το καυτό νερό. Βγήκα λοιπόν αυτό που λέμε άλλος άνθρωπος στο ίδιο σώμα και ξεκίνησα να ετοιμάζομαι αφού είχα από το πρωί κανονίσει τη βραδινή μου έξοδο. Ο ζύθος θα είχε την τιμητική του υπό κανονικές συνθήκες αλλά με τέτοιο στομάχι προτίμησα κάτι πιο ελαφρύ όπως είναι το τζιν για να ταιριάζει και με το παντελόνι μου. Έπινα το ποτό μου λοιπόν ήσυχα ήσυχα και σε κάποια φάση που πάνω στη συζήτηση άναψαν τα αίματα τινάζω το χέρι μου και πετυχαίνω νεαρά κορασίδα της οποίας το ποτό που μέσα στα χέρια της κρατούσε εξαφανίστηκε κι εγώ αισθάνθηκα κάπως σαν τον κόπερφιλντ. Επειδή όμως όλοι ξέρουμε ότι δεν υπάρχει αληθινή μαγεία κι όλα αυτά είναι οφθαλμαπάτες στρέφοντας το βλέμμα μου χαμηλά ανακάλυψα μερικά γυαλιά, παγάκια, μία φέτα πορτοκάλι κι ένα κολλώδες υγρό που προς στιγμή μου θύμισε το απογευματινό μου μπάνιο. Ως όφειλα αντικατέστησα το ποτό τάχιστα και απηύθυνα πρόσκληση για συγκερασμό των δύο ανθρώπινων ομάδων δηλαδή της παρέας της με την παρέα μου κι έτσι οι ισορροπίες άλλαξαν και το σύνολο ήταν ένας μονός αριθμός.
Στην πορεία της κουβέντας τη ρώτησα με τι ασχολείται και μου απάντησε ότι είναι ανθυπολοχαγός. Εγώ ρώτησα «ανθυπολοχαζός;» και κοίταξα με μια κίνηση όλο νόημα τα αστέρια στον ουρανό. Παρόλο που δε γέλασε με το αστείο μου η βραδιά κύλησε μάλλον ευχάριστα ώσπου ήρθε και η ώρα του αποχαιρετισμού. Έμενε σ’ ένα μικρό τριάρι στην Άνω Κυψέλη και προσφέρθηκα να την πάω. Εκείνη δέχτηκε και είκοσι λεπτά αργότερα της έγλειφα το στήθος. Σκέφτηκα να της πω να φορέσει τη στολή αλλά μπορεί να μην ήταν σιδερωμένη και να ξενέρωνα οπότε δεν το ανέφερα καν. Οι κραυγές της ήταν το κάτι άλλο. Ευχαριστιόμουν να την ακούω και μόνο ενώ προσπαθούσα να μπω και λίγο στο ρόλο του φαντάρου κάτι που ομολογουμένως δε μπορούσα να καταφέρω με τίποτα. Ξαφνικά την ακούω να μου λέει «Κάνε με να μη μπορώ να δω μπροστά μου» και βγάζω από την αριστερή κωλότσεπη κάτι φακούς επαφής που έχω πρόχειρους για κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Τους εφαρμόζω τσακ μπαμ με δυο κινήσεις άλα Μαραντόνα και η γαλονού μόλις και μετα βίας με ξεχωρίζει. Έχω πάρει πλέον το πάνω χέρι και παίζω μπάλα όπως θέλω. «Πρώτη φορά με κάνει κάποιος να ζαλίζομαι έτσι», μου λέει κι εγώ της απαντώ «Και που να είχαμε και στρώμα νερού να σε πιάσει και η ναυτία» ενώ από μέσα μου σκέφτομαι ότι με φακούς επαφής για δέκα βαθμούς μυωπίας πάλι καλά που δεν λιποθύμησε. Την ώρα που της έβγαζα τους φακούς μου είπε «Πω, πω μου πέταξες τα μάτια έξω» και δάκρυσε από το τρίψιμο των ματιών. Πήγαμε στο σαλόνι της, βάλαμε από ένα ποτό και καθίσαμε να δούμε διαφημίσεις από τηλεμάρκετινγκ για να γουστάρουμε. Περιμέναμε έτσι ως την ανατολή του ηλίου για έπαρση σημαίας και εθνικό ύμνο που τον έλεγα κάπως φάλτσα αλλά δεν φάνηκε να την πειράζει, ευτυχώς. Τελικά έφυγα μ’ένα χακί καλσόν στην τσέπη, λάφυρο μιας τέτοιας αστεράτης βραδιάς.
Τελικά ύπνο δεν πρόλαβα να πάρω αλλά ευχαριστήθηκα πολύ όλη αυτήν την ατμόσφαιρα με τους υδρατμούς και το καυτό νερό. Βγήκα λοιπόν αυτό που λέμε άλλος άνθρωπος στο ίδιο σώμα και ξεκίνησα να ετοιμάζομαι αφού είχα από το πρωί κανονίσει τη βραδινή μου έξοδο. Ο ζύθος θα είχε την τιμητική του υπό κανονικές συνθήκες αλλά με τέτοιο στομάχι προτίμησα κάτι πιο ελαφρύ όπως είναι το τζιν για να ταιριάζει και με το παντελόνι μου. Έπινα το ποτό μου λοιπόν ήσυχα ήσυχα και σε κάποια φάση που πάνω στη συζήτηση άναψαν τα αίματα τινάζω το χέρι μου και πετυχαίνω νεαρά κορασίδα της οποίας το ποτό που μέσα στα χέρια της κρατούσε εξαφανίστηκε κι εγώ αισθάνθηκα κάπως σαν τον κόπερφιλντ. Επειδή όμως όλοι ξέρουμε ότι δεν υπάρχει αληθινή μαγεία κι όλα αυτά είναι οφθαλμαπάτες στρέφοντας το βλέμμα μου χαμηλά ανακάλυψα μερικά γυαλιά, παγάκια, μία φέτα πορτοκάλι κι ένα κολλώδες υγρό που προς στιγμή μου θύμισε το απογευματινό μου μπάνιο. Ως όφειλα αντικατέστησα το ποτό τάχιστα και απηύθυνα πρόσκληση για συγκερασμό των δύο ανθρώπινων ομάδων δηλαδή της παρέας της με την παρέα μου κι έτσι οι ισορροπίες άλλαξαν και το σύνολο ήταν ένας μονός αριθμός.
Στην πορεία της κουβέντας τη ρώτησα με τι ασχολείται και μου απάντησε ότι είναι ανθυπολοχαγός. Εγώ ρώτησα «ανθυπολοχαζός;» και κοίταξα με μια κίνηση όλο νόημα τα αστέρια στον ουρανό. Παρόλο που δε γέλασε με το αστείο μου η βραδιά κύλησε μάλλον ευχάριστα ώσπου ήρθε και η ώρα του αποχαιρετισμού. Έμενε σ’ ένα μικρό τριάρι στην Άνω Κυψέλη και προσφέρθηκα να την πάω. Εκείνη δέχτηκε και είκοσι λεπτά αργότερα της έγλειφα το στήθος. Σκέφτηκα να της πω να φορέσει τη στολή αλλά μπορεί να μην ήταν σιδερωμένη και να ξενέρωνα οπότε δεν το ανέφερα καν. Οι κραυγές της ήταν το κάτι άλλο. Ευχαριστιόμουν να την ακούω και μόνο ενώ προσπαθούσα να μπω και λίγο στο ρόλο του φαντάρου κάτι που ομολογουμένως δε μπορούσα να καταφέρω με τίποτα. Ξαφνικά την ακούω να μου λέει «Κάνε με να μη μπορώ να δω μπροστά μου» και βγάζω από την αριστερή κωλότσεπη κάτι φακούς επαφής που έχω πρόχειρους για κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Τους εφαρμόζω τσακ μπαμ με δυο κινήσεις άλα Μαραντόνα και η γαλονού μόλις και μετα βίας με ξεχωρίζει. Έχω πάρει πλέον το πάνω χέρι και παίζω μπάλα όπως θέλω. «Πρώτη φορά με κάνει κάποιος να ζαλίζομαι έτσι», μου λέει κι εγώ της απαντώ «Και που να είχαμε και στρώμα νερού να σε πιάσει και η ναυτία» ενώ από μέσα μου σκέφτομαι ότι με φακούς επαφής για δέκα βαθμούς μυωπίας πάλι καλά που δεν λιποθύμησε. Την ώρα που της έβγαζα τους φακούς μου είπε «Πω, πω μου πέταξες τα μάτια έξω» και δάκρυσε από το τρίψιμο των ματιών. Πήγαμε στο σαλόνι της, βάλαμε από ένα ποτό και καθίσαμε να δούμε διαφημίσεις από τηλεμάρκετινγκ για να γουστάρουμε. Περιμέναμε έτσι ως την ανατολή του ηλίου για έπαρση σημαίας και εθνικό ύμνο που τον έλεγα κάπως φάλτσα αλλά δεν φάνηκε να την πειράζει, ευτυχώς. Τελικά έφυγα μ’ένα χακί καλσόν στην τσέπη, λάφυρο μιας τέτοιας αστεράτης βραδιάς.