Friday, June 08, 2007

που ήταν αταξίδευτο

Η Βάσω έπιασε τη φίλη της τη Μαρία απ’ το χέρι και προχώρησαν προς την οδό Ομήρου. Δεν ήταν μεγάλη απόσταση αλλά έκανε ζέστη και ίδρωνες εύκολα κάτι που γενικά δεν ήταν επιθυμητό. Θέλανε να πάνε σ’ ένα μαγαζί με βραχιολάκια και διάφορα άλλα μπλιμπλίκια για να σκοτώσουν κάπως την ώρα τους από το θανάσιμο οκτάωρο που γι’ άλλη μία φορά δεν έλεγε να τελειώσει. Δεν ήξεραν αν ήθελαν ν’ αγοράσουν κάτι για το χέρι ή για το πόδι πάντως η Βάσω έπιανε τη φίλη της τη Μαρία από το χέρι με τρόπο ιδιαίτερα μπερδεμένο και της το έσφιγγε με νεύρο κάθε που έβλεπε έναν ωραίο γκόμενο στο δρόμο μονολογώντας «Αχ γιατί να μην έχουμε έναν τέτοιο στο γραφείο; Να μη θες να σχολάσεις, να μη θες να έρθει σαβ/κο, να θες να κάτσεις υπερωρία, αααααααααχ» ενώ αν έβλεπε κανένα μπάζο έλεγε «Τέρατα, τέρατα, τέρατα» ακολουθώντας πιστά την τριαδική αρχή του Ομήρου, οδό στην οποία θα κατέληγαν έπειτα από δέκα λεπτά σύμφωνα με το αρχικό τους πλάνο παύλα σχέδιο το οποίο από κανένα απρόοπτο γεγονός δεν άλλαξε κι έτσι σαράντα λεπτά αργότερα βρισκόταν ξανά η κάθε μία στη θέση της και χάζευε τα ψώνια της Παρασκευής, πράξη η οποία είναι πάντα γουρλίδικη διότι κλείνει ευχάριστα η εβδομάδα.

Ο Μήτσος φόρεσε τα ρούχα της γυμναστικής που έχει μόνιμα παρατημένα στο ντουλάπι του και πήγε να βάλει λίγο ραδιόφωνο για να μην είναι μέσα στη μούγγα. Ο μαύρος σάκος μπροστά του θα τις έτρωγε για τα καλά εκείνη την ημέρα. Έγινε μούσκεμα η φανέλα του μ’ αυτός δεν έλεγε να σταματήσει. Μπουνιές και κλοτσιές σε καταιγιστικό ρυθμό, ζαλιζόσουν να τον παρακολουθείς ενώ ο Κωστάρας του φώναζε για να τον ενθαρρύνει να χτυπά πιο δυνατά ώσπου να ματώσουν οι γροθιές του. Είχαν πρηστεί τα χέρια του και όπως σκούπιζε τον ιδρώτα στο μέτωπο του, άφηνε κόκκινες γραμμές και το αίμα στεκόταν στις ρυτίδες του. Όσο ο Κωστάρας αύξανε την ένταση της φωνής του, ο Μήτσος αύξανε την ένταση των χτυπημάτων. Την επόμενη ημέρα τα χέρια του ενός θα πονούσαν φριχτά ενώ ο άλλος δε θα μπορούσε να μιλήσει.

Η Αντωνία πήρε άδεια για να πάει στο κομμωτήριο και την αισθητικό της. Φουλ αποτρίχωση, χτένισμα, βάψιμο διότι το βράδυ θα συναντούσε το πρόσωπο για πρώτη φορά τετ-α-τετ. Ο τυχερός, ένας νεαρός της σχολής Ευελπίδων είχε προετοιμάσει το έδαφος στο σπίτι του και είχε τοποθετήσει το ξιφίδιο σε περίοπτη θέση έτσι ώστε εκείνη να το πιάσει κι αυτός να της πει μετά τον απαράβατο νόμο στη σχολή που επιβάλλει να γαμήσεις τη γυναίκα που θα πιάσει το ξίφος σου. Η Αντωνία φοβισμένη πήγε κι απ’ την εκκλησία ν’ ανάψει ένα κεράκι για να μην πάει άπατη κι αυτή της η σχέση. Μ’ αυτόν μιλούσαν πέντε φορές τη μέρα στο τηλέφωνο κι όπως έλεγε αισθανόταν πολύ άνετα μαζί του χωρίς να πρέπει να σκεφτεί τι θα πει και πως. Απλά το έλεγε. Ίσως κι εκείνος να της έλεγε ότι θέλει να παντρευτούν, δεν έπρεπε ν’ απογοητευτεί και να το δείξει.