Tuesday, June 05, 2007

152

Εκείνη τη μέρα ντύθηκα λίγο καλύτερα όχι για την γιορτή που είχα να πάω αλλά επειδή θα τη συναντούσα αργότερα κι ας ήξερα ότι ξένα χέρια θα είχαν προσπαθήσει να τη μαγαρίσουν. Την είδα να βγαίνει από το αυτοκίνητο της και με μάγεψε, τα χρώματα της, η αύρα της, το είναι της. Δεν ήταν απλώς ποθητή, είχε εξελιχθεί σε κάτι ανώτερο, η υπόσταση της είχε πάψει να είναι γήινη, άνοιξε την πόρτα κι έμοιαζε πιο λαμπερή κι απ’ την Πανσέληνο.

Μόνο σαν ταξίδι πάνω απ’ τα σύννεφα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος τη διαδρομή ως το καταφύγιο και τα φώτα της πόλης ιχνηλάτες, το ξημέρωμα θα μας έβρισκε με ανακατωμένα αρώματα κι όμως δε χάναμε την πορεία μας, παίρναμε βαθιά ανάσα και κάναμε βουτιά στη λεωφόρο που απλωνόταν μπροστά μας σε μια πορεία ανεξάντλητη.

Κατεβήκαμε τις σκάλες και μόλις κλείσαμε την πόρτα παραδόθηκε ο ένας στον άλλον άνευ όρων, σ’ ένα παιχνίδι εξουσίας και υποταγής, πόνου και ηδονής. Η ατμόσφαιρα έγινε όσο διακριτική χρειαζόταν κι αυτό ήταν το τελευταίο ίχνος ρομαντισμού. Τα βαμμένα κόκκινα νύχια στα πόδια της σήμαναν την αφετηρία που άπαξ και περάσεις δεν έχεις τερματισμό.

Η κατάκτηση ήταν θέμα αρχής. Με το ένα μου χέρι κρατούσα πισθάγκωνα τα δικά της ενώ το άλλο ξεκινούσε απ’ το λαιμό της κι έφτανε μέχρι εκεί που την έκανε να παλεύει για την ελευθερία της, να βιώνει τον πόνο, να τον νιώθει να μεταμορφώνεται σε ηδονή, να λικνίζεται, να παρακαλάει, να λυτρώνεται.

Η πρώτη μάχη είχε τελειώσει, μα οι πρώτες ανάσες της ήρθαν μαζί μ’ ένα ανεξήγητο πόνο και το άγχος της για τη βραδιά που άλλαζε έτσι αυθαίρετα ρότα. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, η εντατική θεραπεία με αγκαλιές, χάδια και φιλιά έδιωξε τις κακές σκιές.

Ο χορός που ξεκίνησε ήταν σαν ένα ξέσπασμα, οι ανάσες κοφτές, η ένταση υπέροχη, μεταδόθηκε σαν σεισμικό κύμα σ’ όλο το δωμάτιο με τις ανάλογες καταστροφές. Το δυνατό αίσθημα των πολλαπλών οργασμών της, πρωτόγνωρο στην μέχρι τώρα πορεία μας, δεν την εμπόδισε να στολιστεί με το λάβαρο του κατακτητή.