Ο ήλιος πυροβολούσε ανελέητα κι εγώ δεν έκανα καμία προσπάθεια για να τον αποφύγω, με τύφλωνε κι ούτε το χέρι μου δεν έβαζα μπροστά, τον άφηνα να μου χαρακώνει το πρόσωπο με ρυτίδες, μορφασμοί πόνου, χαράς, λύπης και λύτρωσης. Χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι έλεγε εκείνο το τραγουδάκι, μέρος που έμελλε να επισκέπτομαι συχνά τον τελευταίο καιρό, να βγαίνω στο μπαλκόνι ενός ρετιρέ και να χαζεύω τη θέα προς το κέντρο της πόλης, τα ενδότερα όπως θα λέγαμε, ενώ στα ενδότερα κεριά αναμμένα και ο καπνός από ένα τσιγάρο να τα τυλίγει και σαν ινδιάνικα σήματα να με καλούν να σβήσω τη φλόγα τους. Φτηνές διαδρομές με τον ηλεκτρικό, η πράσινη γραμμή αγκομαχάει και τα όνειρα γεννιούνται και πεθαίνουν κάτω από γέφυρες ή από πλακόστρωτα σοκάκια. Κι οι μάσκες οξυγόνου δεν πέφτουν ποτέ όταν τις θέλεις.