Έτσι μου σιγοτραγούδησε εκείνο το πρωινό που με δυσκολία μπορούσα ν’ ανοίξω τα μάτια μου ενώ για να σηκωθώ ούτε λόγος. Ήρθε πλάι μου, με γύρισε μπρούμυτα κι άρχισε να με τρίβει. Είχα αρχίσει να χαλαρώνω κάπως και με γύρισε ανάσκελα για να με ντύσει. Έκανε όλες τις κινήσεις μόνη της, χωρίς την παραμικρή βοήθεια από εμένα και σε χρόνο ρεκόρ βρέθηκα με παντελόνι, μπλουζάκι και παπούτσια. Με βοήθησε να σηκωθώ και πήγαμε στο μπάνιο. Μου έπλυνε τα δόντια και με χτένισε. Πήγαμε στην κουζίνα και μου έφτιαξε πρωινό, το έφαγα βιαστικά και με πήγε ως το αυτοκίνητο. Όλη αυτήν την ώρα τα φιλιά και τα γλυκά της λόγια δεν είχαν σταματήσει. Μπήκα μέσα, κατέβασα το παράθυρο με φίλησε και ξεκίνησα. Το αεράκι που με χτυπούσε έφερνε το άρωμα της παντού κι εγώ θα έφτανα στο γραφείο ευδιάθετος, παρόλο που εκεί με περίμεναν ένα σωρό σκοτούρες.
Έτσι γίνεται κάθε φορά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, για τη μία ή την άλλη περίσταση. Κάθε φορά το απόλυτο δόσιμο, κάθε φορά να νιώθω ότι δε γίνεται περισσότερο κι όμως να με περιμένει μια ευχάριστη έκπληξη την επόμενη φορά. Το κοίταγμα, το άγγιγμα της, η λατρεία της. Υποταγμένο το εγώ και τα θέλω της μπροστά στα δικά μου, ακόμη κι όταν είναι άρρωστη ρωτάει τι θέλω να μου φτιάξει, είναι έτοιμη ενώ δε μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι να φτάσει οπουδήποτε για να φέρει αυτό που θα της ζητήσω. Σαν τον Οβελίξ κι εγώ, έπεσα στο τσουκάλι της αγάπης της.
Έτσι γίνεται κάθε φορά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, για τη μία ή την άλλη περίσταση. Κάθε φορά το απόλυτο δόσιμο, κάθε φορά να νιώθω ότι δε γίνεται περισσότερο κι όμως να με περιμένει μια ευχάριστη έκπληξη την επόμενη φορά. Το κοίταγμα, το άγγιγμα της, η λατρεία της. Υποταγμένο το εγώ και τα θέλω της μπροστά στα δικά μου, ακόμη κι όταν είναι άρρωστη ρωτάει τι θέλω να μου φτιάξει, είναι έτοιμη ενώ δε μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι να φτάσει οπουδήποτε για να φέρει αυτό που θα της ζητήσω. Σαν τον Οβελίξ κι εγώ, έπεσα στο τσουκάλι της αγάπης της.