Ή αλλιώς «μια μέρα άδεια». Χθες λοιπόν αποφάσισα ότι δε θέλω να δουλέψω την Τρίτη κι έτσι έβαλα μία μέρα άδεια. Για την ακρίβεια ήταν ένα off που μου χρωστούσαν και έπρεπε μέχρι το τέλος του μηνός να το πάρω οπότε η Τρίτη αυτή μου κάθισε μια χαρά μέρα για καθισιό. Έπεσα χθες το μεσημεράκι για ένα τρελό ύπνο και με σήκωσε βίαια ένα τηλεφώνημα περί τις επτά και μισή. Ίσως θα ήταν διαφωτιστικό για τον αναγνώστη να ενημερώσω ότι μία ώρα και ένα τέταρτο πιο πριν είχα σηκωθεί για να φάω μια μπριζόλα, γεγονός που δε με πτόησε καθόλου και μάλιστα αν ήμουν απλός θεατής του γεγονότος και όχι πρωταγωνιστής άνετα θα έλεγα ότι πρόκειται για έναν υπνοβάτη ο οποίος αφού σκουπίστηκε και πλύθηκε επέστρεψε στο κρεβάτι του, γύρισε πλευρό και συνέχισε να κοιμάται. Το τηλέφωνο χτύπησε τόσες φορές που ενώ με έκανε να ξυπνήσω δεν στάθηκε δυνατό να το σηκώσω κιόλας. Απλά το άφηνα να χτυπάει ελπίζοντας πως κάποιο αόρατο χέρι θα φιλοτιμηθεί να απαντήσει για εμένα. Τελικά το χέρι αυτό δεν έκανε ποτέ την εμφάνιση του κι έτσι μοιραία ήρθε το κουδούνισμα του κινητού που με επανέφερε στην πραγματικότητα και εξαφάνισε από μπροστά μου όλων των ειδών τα αόρατα μέλη ακόμα κι ένα βαζάκι με μέλι που ήταν πάνω στο καλοριφέρ για να ξεπαγώσει. Ρωτήθηκα για την πρόθεση μου να συμμετάσχω σε ζυθολαγνική εξόρμηση, πρόταση την οποία σε καμία περίπτωση και δε θα μπορούσα να απορρίψω ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι η επόμενη δεν ήταν εργάσιμη μέρα για μένα. Συγκεντρωθήκαμε σχετικά νωρίς και πήγαμε σε κατάστημα του οποίου την ύπαρξη αγνοούσαμε μέχρι χθες αλλά εξωτερική πηγή μας πληροφόρησε για την ποιότητα του και νιώσαμε βαρύ το χρέος της εξακρίβωσης των όσων με περισσό ζήλο ελέχθησαν. Ήταν και πολύ κοντά στα σπίτια μας (είναι το μέρος που και με τα πόδια πας) κι έτσι πολύ σύντομα τα χείλη μας πλατάγιζαν στον αφρό όχι της θάλασσας αλλά του ζύθου. Αφού πιάσαμε μια συζήτηση για το Διακοφτό που έχει εξοχικό ένας της παρέας και σκεφτόμασταν ημερομηνίες για πιθανή έφοδο, σχολιάσαμε τα κοντινά μέρη ένα εκ των οποίων είναι και το χιονοδρομικό στα Καλάβρυτα, μπήκαμε στο κλίμα κι επειδή γενικά με το χιόνι το ζεστό τραβιέται κάναμε τη ριβέρς ντρίμπλα και πλακώσαμε τα ρακόμελα τα οποία έχουν την κακή συνήθεια να τελειώνουν γρήγορα. Τώρα δηλαδή που το σκέφτομαι το να τελειώνεις γρήγορα είναι γενικότερα κακή συνήθεια αλλά δεν είναι σωστό να μπλέξουμε αυτό το ποστ με σεξουαλικά υπονοούμενα. Γύρισα σπίτι χωρίς τύψεις ενώ είχα ήδη κανονίσει και τον πρωινό καφέ με φίλο που συνήθως 10 με 1 κάνει διάλειμμα από τη δουλειά του και πηγαίνει σπίτι για να παίξει playstation. Βάζω ξυπνητήρι κατά τις 9:30 και σηκώνομαι με τα χίλια ζόρια. Παίρνω τηλέφωνο το φίλο να δω που βρίσκεται και μου λέει ότι έχει μπλέξει λίγο και ότι θα περάσει σε κανένα σαραντάλεπτο. Μπαίνω στον πειρασμό να φτιάξω ένα καφέ αλλά με αποθαρρύνει το γεγονός ότι δεν έχω γάλα κι έτσι τη βγάζω με 2 μανταρίνια και μια μπανάνα που τελικά δε νομίζω ότι μπορούν να αντικαταστήσουν αυτό το σκουρόχρωμο ζουμί. Τελικά ο φίλος ήρθε λίγο πιο νωρίς και πεταχτήκαμε σε μια τράπεζα για μια δουλίτσα που είχα ενώ στη συνέχεια πεταχτήκαμε σε μια δουλίτσα που είχε αυτός ώσπου να καθίσουμε τελικά στην καφετέρια η οποία γενικά ήταν ψιλοάδεια. Σιγά σιγά όμως άρχισε να γεμίζει με μαθητές κυρίως του κοντινού γυμνασίου. Τώρα κοπάνα έκαναν, είχαν τρίωρα και τετράωρα ή καμιά συνέλευση δε ξέρω, πάντως ερχόταν ολοένα και περισσότερα και σχεδόν γέμισε το μαγαζί. Ευτυχώς δεν πίνουν καφέ και δεν καπνίζουν όλα τα παιδάκια. Φύγαμε και πήγαμε σε άλλες 2 δουλίτσες του φίλου και μετά με άφησε στο μπαρμπέρη για κούρεμα. Ευτυχώς δεν είχε καθόλου κόσμο κι έτσι πέτυχε το κούρεμα που του είπα, όχι ένα ιδιαίτερα δύσκολο, να μου τα ξυρίσει τελείως ήθελα και γενικά είμαι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα. Εντάξει λέμε και καμιά μαλακία για να σπάσουμε τη σοβαρότητα. Απλά τα κόντυνα δεν τα ξύρισα. Φτάνοντας σπίτι αφού έκανα μια στάση στο ψιλικατζίδικο για γάλα χτυπάει το τηλέφωνο και κάτι συνάδελφοι μου προτείνουν να πάμε για τσίπουρα. Βαριόμουν και ήθελα να καθίσω σπίτι αλλά πες ο ένας, πες ο άλλος λούστηκα στα γρήγορα για να φύγουν οι τρίχες και ξεκίνησα για τον ηλεκτρικό. Έφτασα στο Μοναστηράκι ακριβώς στις τρεις και εντυπωσιάστηκα από το γεγονός της ταύτισης της ώρας άφιξης μου με την ώρα του ραντεβού δεδομένου ότι χρησιμοποίησα συγκοινωνίες. Συνήθως φτάνω νωρίτερα και γενικά δε θυμάμαι να έχω φτάσει ποτέ ακριβώς την ώρα του ραντεβού. Εντυπωσιασμένος λοιπόν περίμενα και τους υπόλοιπους για να πάμε στο Ούζου Μέλαθρον που μας έχει έρθει από την αγαπημένη Θεσσαλονίκη και είναι πολλά υποσχόμενο στον τομέα πίνεις και τρως μέχρι σκασμού με καλές σχετικά τιμές και λέω σχετικά διότι πάνω είναι πιο φτηνά, εδώ απ’ ότι φαίνεται έκαναν αναπροσαρμογή στις τιμές των Αθηνών. Γενικά νομίζω ότι το πάνω μαγαζί είναι καλύτερο αλλά κι αυτό τηρουμένων των αναλογιών δεν είναι άσχημο. Ήρθε μια παρέα τεσσάρων ατόμων και σπάγαμε τα κεφάλια μας μ’ένα φίλο να θυμηθούμε που ξέρουμε μια κοπέλα ψηλή σχετικά μ’ ένα ριγέ μπλουζάκι που βγήκε σε κάποια φάση έξω για να μιλήσει στο κινητό αλλά όσο κι αν προσπαθήσαμε δεν τα καταφέραμε. Τώρα που το ξανασκέφτομαι είμαι σχεδόν σίγουρος ότι την ξέρω από το μεταπτυχιακό. Ναι σίγουρα από εκεί είναι, κάπως αργά το θυμήθηκα αλλά τουλάχιστον μου έφυγε η απορία. Όχι ότι δε θα μπορούσα να κοιμηθώ ήσυχος αλλά πάντα είναι καλό εκεί που νομίζεις ότι η μνήμη σου τα έχει παίξει εντελώς να σκάει η φλασιά και να θυμάσαι. Λίγο μετά ή λίγο πιο πριν από αυτήν την παρέα ήρθε στο διπλανό μας τραπέζι παρέα τριών ατόμων όπου η μία και μοναδική γυναίκα δεν ήταν γνωστή σε κανέναν μας κι αυτό ήταν κρίμα διότι θα μας βόλευε. Γύρω στα σαράντα με διάφορα ψεγάδια που όμως το σύνολο έδενε τόσο αρμονικά. Και τι σύνολο! Σκασμένοι λοιπόν από τσίπουρο, ούζο και φαγητό πήγαμε στου Ψυρρή για έναν καφέ που όμως δε βοήθησε και πολύ τα πράγματα γι’ αυτό και αποφάσισα να γυρίσω με τον ηλεκτρικό και να μην πάρω ταξί ή να δεχτώ την προσφορά συναδέλφου να με γυρίσει σπίτι με το αυτοκίνητο. Ένα δεκάλεπτο ανηφοριάς θα ήταν ότι πρέπει αλλά που να ξέρω ότι η βραδιά δεν είχε τελειώσει ακόμη. Λίγα μέτρα πριν φτάσω στο σπίτι βλέπω παρκαρισμένο το αυτοκίνητο του δασκάλου οδήγησης και πάω να τον χαιρετίσω για καλή χρονιά και τα σχετικά. Μου είπε ότι είναι κρυωμένος αλλά αυτό που είδα μέσα στο πλαστικό ποτηράκι δεν ήταν τσαγάκι αν και στο χρώμα τουλάχιστον έμοιαζε. Μου έβγαλε λοιπόν κι εμένα ένα ποτήρι και αρχίσαμε να συζητάμε για τις διακοπές, το νέο αυτοκίνητο που σκοπεύει να πάρει καθώς και λίγα πράγματα για τη νέα μηχανή που περιμένει την οποία περιμένω κι εγώ με τη σειρά μου για να κάνω βόλτα. Με τα πολλά κι αφού θα έκλεινε και το γραφείο, τελείωσε και το μπουκάλι, έφτασα σπίτι σε κατάσταση αποσύνθεσης και περιμένω έναν χαλβά πολίτικο που ετοιμάζεται. Κι ύστερα σου λένε η άδεια είναι για να ξεκουράζεσαι. Την επόμενη φορά δεν το λέω σε κανέναν. Στην υγεία μας!